Καμία πραγματική δύναμη διοίκησης των τραπεζών δεν έχει η ελληνική κυβέρνηση, δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, σε επίκαιρη ερώτηση για τις χρεώσεις των Τραπεζών.
«Οι τράπεζες έχουν φύγει από τα ελληνικά χέρια. Έφυγαν τον Νοέμβριο του 2015 με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση όπου το σύνολο των μετοχών που έως τότε κατείχε το ελληνικό δημόσιο πέρασε στα χέρια ξένων θεσμικών. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα το ελληνικό έως τότε τραπεζικό σύστημα πέρασε σε άλλων χέρια.
Άρα, να ξέρει ο κόσμος ότι ο εκάστοτε Υπουργός Ανάπτυξης δεν έχει ουσιαστική μετοχική επιρροή στις τράπεζες. Έχει μόνο τη θεσμική επιρροή που του δίνει η κυβερνητική του θέση και τίποτα άλλο. Διότι οι τράπεζες τότε χάθηκαν και καλό είναι να ξέρει ο ελληνικός λαός και να θυμάται ότι χάθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί.
Όπως γνωρίζετε, ο Πρωθυπουργός συγκάλεσε μία σύσκεψη, την περασμένη Παρασκευή, στο Μέγαρο Μαξίμου, με την Ένωση των Ελληνικών Τραπεζών αλλά και με τη συμμετοχή των τεσσάρων διευθυνόντων συμβούλων των ελληνικών τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Ένα από τα θέματα τα οποία συζητήθηκαν στο τραπέζι, γιατί η συζήτηση είχε και άλλα ζητήματα, ήταν και αυτές οι χρεώσεις οι οποίες αναγγέλθηκαν από τις τράπεζες. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των τραπεζών, οι επιπλέον χρεώσεις θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται από το τέλος του 2019.
Η Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός και εγώ ως αρμόδιος Υπουργός Ανάπτυξης έχουμε θέσει με πολύ μεγάλη ένταση το ζήτημα αυτό στις τράπεζες. Δεσμεύτηκαν να επανεξετάσουν τις σχετικές ανακοινώσεις και αναμένουμε σε λίγο διάστημα τις αποφάσεις τους».
Στη δευτερολογία του ο κ. Γεωργιάδης πρόσθεσε:
«Οι τράπεζες έχουν ήδη λάβει το μήνυμα από την Κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει μπει σε ελληνικό τραπεζικό σύστημα, την τελευταία δεκαετία, ύψους 120.000 ευρώ, μπήκε από εμένα ως Υπουργό Ανάπτυξης πριν από 30 μέρες, σε μία από τις τέσσερις τράπεζες για συγκεκριμένη πράξη της, να κατασχέσει ακατάσχετο λογαριασμό 1.000 ευρώ ενός συμπολίτη μας.
Άρα, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι στο μέτρο που το θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει, δεν θα αφήσουμε τις τράπεζες να κάνουν καταχρηστικές χρεώσεις ή καταχρηστικές συμπεριφορές σε κανέναν.
Και ήδη ετοιμάζεται σε συνεργασία και με το Υπουργείο Δικαιοσύνης το νομοσχέδιο για τις παρενοχλήσεις των πολιτών από τις εισπρακτικές εταιρίες. Δεν θα κάνουν οι τράπεζες ό,τι θέλουν στην Ελλάδα. Τελεία και παύλα σε αυτό.
Όμως, προσέξτε. Υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο. Ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2018 ο νόμος 4537/2018 που ενσωμάτωσε την Ευρωπαϊκή οδηγία 2015/2366. Βάσει του νόμου λοιπόν του 2018 και της Ευρωπαϊκής οδηγίας, οι τράπεζες κινούνται στα πλαίσια αυτού του νόμου που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και πάνω σε αυτό τον νόμο στηρίζεται τώρα για να βάλουν τις χρεώσεις για την απώλεια της κάρτας, την απώλεια του pin και όλα τα υπόλοιπα. Νόμος επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ.
Τι είπαμε εμείς στις τράπεζες; Και τι λέω και εγώ να ακουστεί από το βήμα της Βουλής; Πρώτον, εξετάζουμε πάρα πολύ προσεκτικά τυχόν εναρμονισμένες πρακτικές. Γιατί όπως ξέρετε πολύ καλά εάν αποδειχθεί ότι υπάρχουν εναρμονισμένες πρακτικές και οι τέσσερις τράπεζες από κοινού αποφασίζουν παρόμοιες χρεώσεις ή οι τρεις - γιατί θέλω να πω ότι ειδικά η μία, δεν θέλω να πω ονόματα εδώ για να μη φανεί ότι κάνω διαφήμιση, έχει μείνει πολύ πιο χαμηλά και πολύ πιο ήπια σε αυτήν την πολιτική- η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι εδώ και είμαι έτοιμος να στείλω προσωπικά καταγγελία για κάτι τέτοιο και το θεσμικό πλαίσιο εκεί είναι και βαρύ και τα πρόστιμα πάρα πολύ μεγάλα.
Άρα, εναρμονισμένες πρακτικές δεν θα επιτρέψουμε.
Το να υπάρχουν χρεώσεις από αυτόματο μηχάνημα σε αυτόματο μηχάνημα, εκεί που υπάρχουν πολλά αυτόματα μηχανήματα, έχει μία λογική. Η Τράπεζα ξοδεύει χρόνο για να κάνει αυτήν την εκκαθάριση. Αλλά εκεί που υπάρχει ένα μηχάνημα -και ετέθη αυτό από τον κύριο Πρωθυπουργό να ξέρετε- είναι εντελώς παράλογο ένας πολίτης που δεν έχει την επιλογή να πάει σε άλλο μηχάνημα, να αναγκάζεται να χρησιμοποιεί το ένα μηχάνημα και να χρεώνεται αυτές τις υπερβολικές χρεώσεις.
Όλα αυτά η Κυβέρνησή μας τα παρακολουθεί και είναι έτοιμη να παρέμβει στο πλαίσιο, το τονίζω, το νομοθετικό που έχουμε και όχι πέραν αυτού. Οφείλω να σας πω ότι η Κυβέρνηση αυτή προσπαθεί να φτιάξει ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον. Ήδη με την πολιτική μας έχουν μειωθεί τα επιτόκια δανεισμού της χώρας σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα.
Σας υπενθυμίζω ότι χθες είχαμε την έκδοση εξάμηνων εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου με μηδενικό επιτόκιο για πρώτη φορά στην ιστορία μας. Το δεκαετές ελληνικό ομόλογο κατεβαίνει από το 1,20. Πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδος έχουμε τόσο χαμηλό επιτόκιο και αυτό χάρη στις πρωτοβουλίες της κυβερνήσεως του Κυριάκου Μητσοτάκη και στην εμπιστοσύνη που έχει εμπνεύσει στις αγορές.
Από τη μείωση των επιτοκίων και το ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα, προφανώς ευνοούνται και οι τράπεζες, οι οποίες μπορούν πλέον να δανείζονται με χαμηλότερο επιτόκιο. Άρα, σε αυτό το νέο πλαίσιο περιμένουμε και από το τραπεζικό σύστημα να ανταποκριθεί στις πρωτοβουλίες της Κυβερνήσεως και να συνδράμει σε ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον, όπου οι χρεώσεις στους πολίτες θα είναι λογικές.
Εγώ δέχομαι ότι βεβαίως οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν και διάφορες χρεώσεις. Να μην πάμε στο άλλο άκρο. Δεν μπορεί η Τράπεζα να λειτουργεί με ζημία. Η Τράπεζα θα λειτουργεί και θα χρεώνει για αυτό που προσφέρει.
Αλλά, οι χρεώσεις θα πρέπει να είναι λογικές. Διότι αν δεν είναι λογικές, να το ξέρετε ότι η Κυβέρνηση είναι παρούσα και ναι μεν χάσαμε τις μετοχές λόγω Τσίπρα το Σεπτέμβριο του ’15 και εντεύθεν, αλλά εξακολουθούμε να είμαστε κυρίαρχη κυβέρνηση σε κυρίαρχη χώρα και υπάρχει θεσμικό πλαίσιο».