Του Σίμου Αναστασόπουλου*
Αυτή τη φορά η ανατροπή στα σχέδια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας για επαναφορά στην κανονικότητα έρχεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση και την πανδημία η παγκόσμια ανάκαμψη αναβάλλεται αφού τόσο ο πόλεμος όσο και οι κυρώσεις στην Ρωσία, σαν αντίποινα για την εισβολή της στην Ουκρανία, βάζουν φρένο στην παγκόσμια ανάπτυξη. Πέραν των απωλειών σε ανθρώπινες ζωές που είναι αναντικατάστατες, δημιουργείται βαθύ ρήγμα μεταξύ παγκόσμιας οικονομίας και Ρωσίας που δεν θα επιδιορθωθεί σύντομα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα πάρει χρόνια, όπως και η επαναφορά της οικονομίας και των αγορών στα επίπεδα που θεωρούντο επιτεύξιμα μόλις ένα μήνα πρίν.
Αναθεωρούνται έτσι και τα ελληνικά σχέδια για ανάκαμψη που πρέπει να παραδεχτούμε ότι στηρίζονταν σε γερές βάσεις. H οικονομία μας ανέκαμπτε με εντυπωσιακό τρόπο, με ρεκόρ ανάπτυξης για το 2021, σημαντικότατη αύξηση των επενδύσεων και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών που βασίστηκε όχι μόνο στον στιβαρό πολιτικό λόγο της κυβέρνησης αλλά και στη πρόοδο του μεταρρυθμιστικού έργου παρά την πανδημία.
Ο πόλεμος αλλάζει τα δεδομένα για μια ακόμη φορά. Οι πληθωριστικές πιέσεις, ήδη έκδηλες από τις ελλείψεις υλικών και τις μεταπανδημικές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, επιδεινώνονται τώρα με τη σύρραξη στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στις δυτικές οικονομίες μέσω των υψηλών τιμών στην ενέργεια και τα εμπορεύματα. Προφανώς, τόσο η διάρκεια του πολέμου όσο και των επιπτώσεων των κυρώσεων θα καθορίσει και το μέγεθος του πληθωρισμού. Η βασική εκτίμηση είναι ότι η διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα θα είναι παρατεταμένη και το πληθωριστικό σοκ λόγω αυτού θα επηρεάσει και τον ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Σε αυτό το περιβάλλον, και με δεδομένες τις περιορισμένες δημοσιονομικές δυνατότητες, θα πρέπει να ξεπερασθούν οι συνηθισμένες κατευθύνσεις επιδοματικών παροχών ευρείας στόχευσης και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, και να ενισχυθούν στοχευμένα οι τομείς εκείνοι που μπορούν να συμβάλλουν περισσότερο στην ανάκαμψη και στον περιορισμό των υφεσιακών πιέσεων. Η υγεία είναι ένας τέτοιος τομέας καθώς αποτελεί βασικό παράγοντα της οικονομικής ευημερίας, αναλογώντας στο 8% - 10% του ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, οι επενδύσεις στον κλάδο της υγείας συνεπάγονται τη δημιουργία οικονομικής προστιθέμενης αξίας, μέσω της ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, της απασχόλησης, της προώθησης της έρευνας και της καινοτομίας και τελικά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η χώρα μας διαθέτει παραδοσιακά μια ισχυρή παραγωγική βάση φαρμάκων, θεμελιωμένη ήδη εδώ και δεκαετίες, με 42 εργοστάσια εξοπλισμένα με τεχνολογίες αιχμής και με τα πιο εξελιγμένα συστήματα ποιοτικού ελέγχου, και -πολύ σημαντικό- με υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία επιχειρεί με εξωστρέφεια, αναπτύσσει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, επενδύει σε έρευνα, σε συνεργασία με φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού, και συμμετέχει στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, καθώς δραστηριοποιείται στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά εδώ και πολλά χρόνια.
Παρά τις πολιτικές του δημοσιονομικού περιορισμού της προηγούμενης δεκαετίας που οδήγησαν σε σημαντική υποχρηματοδότηση του τομέα της υγείας, ο κλάδος του φαρμάκου διατήρησε τη δυναμική του και αντιστάθηκε στην γενικότερη τάση αποβιομηχανοποίησης και αποεπένδυσης που χαρακτήρισαν την οικονομική ζωή της χώρας κατά την περίοδο της κρίσης. Πρωτοστατεί δε στην εθνική αναπτυξιακή προσπάθεια, υλοποιώντας ένα σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 1,2 δις. ευρώ σε βάθος τετραετίας, που θα μεταμορφώσει το περιβάλλον του φαρμάκου, και αναμένεται ότι θα μετατρέψει την χώρα σε ευρωπαϊκό κόμβο/σημείο αναφοράς για την φαρμακευτική παραγωγή, την έρευνα και την φαρμακευτική τεχνολογία.
Ωστόσο, η υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος και η αξιοποίηση της συγκυρίας την οποία συνθέτουν το Ταμείο Ανάκαμψης, το τρέχον χαμηλό κόστος κεφαλαίου και η αναδιάρθρωση της παγκόσμιας φαρμακευτικής παραγωγής, προϋποθέτουν τον εξορθολογισμό των υπερβολικών άμεσων και έμμεσων επιβαρύνσεων που στερούν πόρους από την ανάπτυξη και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η φορολόγηση μαζί με τις διάφορες υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές (rebate και clawback) απομυζούν σήμερα το 70% του κύκλου εργασιών του κλάδου στερώντας πολύτιμους πόρους που σε άλλη περίπτωση θα κατευθύνονταν σε αναπτυξιακές δραστηριότητες.
Είναι θετικό ότι η κυβέρνηση συμπεριέλαβε δύο σημαντικά μέτρα στον σχεδιασμό του προγράμματος Ελλάδα 2.0, αφενός εισάγοντας την έννοια της συνυπευθυνότητας Πολιτείας – φαρμακοβιομηχανίας ως προς το ύψος του clawback και αφετέρου θεσπίζοντας τη δυνατότητα συμψηφισμού -έστω ενός μικρού μέρους- του clawback με επενδύσεις σε Ε&Α και παραγωγή.
Τα μέτρα αυτά κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως ειδικά σε ότι αφορά στους συμψηφισμούς, είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να ενισχυθούν με μεγαλύτερα ποσά και σε ικανό βάθος χρόνου επιτρέποντας την ολοκλήρωση σημαντικών επενδύσεων από ελληνικές και ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Επίσης, κρίσιμη είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή του προγράμματος, με την περιορισμένη χρονικά απαλλαγή από τους χωροθετικούς περιορισμούς του Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων καθώς το μεγαλύτερο μέρος του φαρμακοπαραγωγικού ιστού της χώρας βρίσκεται στον Ν. Αττικής, όπου η επιτρεπόμενη ενίσχυση είναι έως και μηδενική για τις παραγωγικές επενδύσεις σε ορισμένες περιοχές!
Οι απαραίτητες αυτές βελτιώσεις θα επιτρέψουν την πλήρη αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ανοίγοντας ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας όχι μόνο για την φαρμακοβιομηχανία, αλλά και για την οικονομία, το σύστημα υγείας και τον ασθενή.
*Ο Σίμος Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας