Ο σίδηρος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία του οργανισμού. Αποτελεί βασικό συστατικό της αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης δηλαδή που μεταφέρει το οξυγόνο από τους πνεύμονες προς τα κύτταρα. Επιπρόσθετα, συμμετέχει στη λειτουργία των μυών για την παραγωγή ενέργειας, αλλά και ρυθμίζει τον κύκλο ζωής των κυττάρων. Καθημερινά χρειαζόμαστε περίπου 25 mg σιδήρου, τα οποία προέρχονται κυρίως από την ανακύκλωση των γερασμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων. Από την τροφή προσλαμβάνουμε περίπου 1-2 mg, ενώ μία παρόμοια ποσότητα χάνεται καθημερινά από το έντερο.
Η έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενία) οδηγεί σε ένα πλήθος συμπτωμάτων που περιλαμβάνουν: μειωμένη νοητική λειτουργία, απώλεια μαλλιών, εύκολη κόπωση, μειωμένη σωματική απόδοση, μειωμένη αντοχή και ζωτικότητα, αίσθημα ψύχους, εύθραυστα νύχια και αυξημένη ευαισθησία στις λοιμώξεις. Όταν εξαντληθούν οι αποθήκες σιδήρου του οργανισμού, η σιδηροπενία μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση αναιμίας (σιδηροπενική αναιμία). Υπολογίζεται ότι αναιμία παγκοσμίως εμφανίζει το 25% του γενικού πληθυσμού, με τη σιδηροπενία να αποτελεί το βασικότερο αίτιο.
Υπάρχουν πολλά αίτια που οδηγούν σε σιδηροπενία. Τα σημαντικότερα αφορούν σε αυξημένες απώλειες σιδήρου που δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με την από του στόματος πρόσληψη. Τυπικά παραδείγματα είναι η αυξημένη απώλεια αίματος με την έμμηνο ρύση στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και η απώλεια αίματος από το έντερο. Τονίζεται ότι σε κάθε περίπτωση σιδηροπενίας πρέπει να γίνεται διερεύνηση του αιτίου. Αν αυτό δεν είναι σαφές, πρέπει να γίνεται έλεγχος του γαστρεντερικού με κολονοσκόπηση και γαστροσκόπηση για την αποκάλυψη υποκείμενης παθολογίας, πχ νεόπλασμα εντέρου. Η κύηση αποτελεί μία κατάσταση αυξημένων αναγκών σε σίδηρο και για το λόγο αυτό οι εγκυμονούσες συχνά λαμβάνουν σκευάσματα σιδήρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες καταστάσεις ο ολικός σίδηρος του οργανισμού μπορεί να είναι φυσιολογικός, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί (λειτουργική σιδηροπενία). Τέτοιες καταστάσεις είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, η νεφρική ανεπάρκεια, οι νεοπλασίες και τα διάφορα φλεγμονώδη νοσήματα.
Η διάγνωση της σιδηροπενίας γίνεται με απλές εξετάσεις αίματος (σίδηρος ορού, σιδηροδεσμευτική ικανότητα ορού και φεριτίνη ορού), τις οποίες αξιολογεί ο κλινικός ιατρός.
Η θεραπεία της σιδηροπενίας περιλαμβάνει την αντιμετώπιση του αιτίου που την προκάλεσε και την αποκατάσταση του ελλείμματος σιδήρου. Υπάρχουν πολυάριθμα σκευάσματα σιδήρου για από του στόματος χορήγηση και αποτελούν την πρώτης γραμμής θεραπεία. Ωστόσο, η από του στόματος χορήγηση σιδήρου εμφανίζει σημαντικούς περιορισμούς: 1) Εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών από το γαστρεντερικό, όπως δυσκοιλιότητα και μετεωρισμός («φούσκωμα»), 2) Μειωμένη αποτελεσματικότητα δεδομένου ότι όσο μεγάλη και να είναι η χορηγούμενη δόση, ο οργανισμός μπορεί να απορροφήσει μόνο μία μικρή ποσότητα (10-20%). Σε ορισμένες μάλιστα καταστάσεις που υπάρχει οίδημα του εντέρου ή φλεγμονή στον οργανισμό, η απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο είναι πολύ περιορισμένη, 3) Αλληλεπίδραση με την τροφή και άλλα φάρμακα (ο σίδηρος πρέπει να λαμβάνεται με το στομάχι άδειο και μακράν της χορήγησης άλλων φαρμάκων), και 4) Ανάγκη για μακροχρόνια θεραπεία (πχ 6 μήνες) ακόμη και αν το αίτιο που προκάλεσε τη σιδηροπενία έχει αποκατασταθεί. Είναι γεγονός ότι λίγοι ασθενείς λαμβάνουν συστηματικά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τη θεραπεία τους. Το αποτέλεσμα των παραπάνω περιορισμών της από του στόματος σιδηροθεραπείας είναι ότι σημαντικό ποσοστό των ασθενών δεν αναπληρώνει ποτέ το έλλειμμα σιδήρου και συνεχίζει να ζει με σιδηροπενία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία του.
Εναλλακτική μορφή σιδήρου αποτελεί η ενδοφλέβια χορήγησή του. Στις περιπτώσεις αυτές ο ασθενής εισάγεται στο νοσοκομείο και λαμβάνει ενδοφλέβια τον σίδηρο που του λείπει, σε μία ή δύο δόσεις. Η έγχυση του σιδήρου κρατάει τουλάχιστον 15 λεπτά και ακολουθείται από ένα διάστημα παρακολούθησης μισής ώρας. Στη συνέχεια ο ασθενής πηγαίνει σπίτι του. Η εμφάνιση αλλεργικών αντιδράσεων είναι σήμερα σπάνια σε σύγκριση με τις παλαιότερες μορφές ενδοφλέβιου σιδήρου. Έτσι, σε περιπτώσεις που ο από του στόματος σίδηρος δεν μπορεί να χορηγηθεί ή είναι αναποτελεσματικός ή απαιτείται ταχεία διόρθωση της σιδηροπενίας, ενδείκνυται η ενδοφλέβια αναπλήρωσή του.
Συμπερασματικά, η σιδηροπενία (με ή χωρίς αναιμία) είναι μία πολύ συχνή κατάσταση, η οποία οδηγεί σε πολυάριθμες αρνητικές συνέπειες για την υγεία. Η διάγνωση της σιδηροπενίας γίνεται εύκολα με μία απλή εξέταση αίματος. Πρώτη προτεραιότητα είναι να βρεθεί το αίτιο που οδήγησε στη σιδηροπενία και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Δεύτερη προτεραιότητα είναι να αναπληρωθεί το έλλειμμα σιδήρου. Η θεραπεία πρώτης εκλογής είναι τα από του στόματος σκευάσματα σιδήρου. Στην περίπτωση που αυτή η θεραπεία δεν γίνεται ανεκτή ή είναι αναποτελεσματική ή απαιτείται ταχεία διόρθωση της σιδηροπενίας, τότε έχει θέση η ενδοφλέβια σιδηροθεραπεία.
*O Ευάγγελος Λυμπερόπουλος είναι Καθηγητής Παθολογίας-Μεταβολικών Νοσημάτων Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Α’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, ΓΝΑ «Λαϊκό»