Η ολοκλήρωση του επενδυτικού τους προγράμματος θα σημάνει την αλλαγή επιπέδου για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, που διεκδικούν με αξιώσεις μερίδια στην εγχώρια αλλά και την ευρωπαϊκή / παγκόσμια φαρμακευτική αγορά.
Γράφει ο Θεόδωρος Τρύφων*
Η νέα ευρωπαϊκή φαρμακευτική στρατηγική, στον απόηχο της πανδημίας της COVID, προσφέρει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον κλάδο της φαρμακευτικής παραγωγής και της βιοφαρμακευτικής έρευνας στην Ευρώπη, με στόχο την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την αξιοποίηση της δυναμικής του κλάδου. Ταυτόχρονα, η νέα στρατηγική ανοίγει τους ορίζοντες για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, που επιδιώκουν να καλύψουν το χαμένο επενδυτικό έδαφος της προηγούμενης δεκαετίας, μέσω ενός σημαντικού επενδυτικού προγράμματος συνολικού ύψους 1,2 δις. ευρώ, με στόχο την αναβάθμιση των υφιστάμενων παραγωγικών και ερευνητικών υποδομών αλλά και τη δημιουργία νέων.
Οι επενδύσεις αυτές δημιουργούν σημαντική οικονομική προστιθέμενη αξία σε όρους δημόσιων εσόδων και αύξησης του ΑΕΠ, ενισχύουν την απασχόληση με ποιοτικές θέσεις εργασίας και βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, μέσω της τόνωσης των εξαγωγών και της ανάπτυξης τεχνογνωσίας.
Εκτός, όμως, από τη θετική επίδραση στην οικονομία, οι επενδύσεις αυτές έχουν έντονο κοινωνικό πρόσημο καθώς διασφαλίζουν την επάρκεια φαρμάκων στην εγχώρια αγορά, θωρακίζουν το σύστημα υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει έκτακτες κρίσεις, ενώ παράλληλα διευρύνεται η πρόσβαση των ασθενών σε ακόμη περισσότερες οικονομικά προσιτές θεραπείες.
Αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις
Η ολοκλήρωση του επενδυτικού μας προγράμματος θα σημάνει την αλλαγή επιπέδου για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, που διεκδικούν με αξιώσεις μερίδια στην εγχώρια αλλά και την ευρωπαϊκή/ παγκόσμια φαρμακευτική αγορά.
Ο στόχος αυτός προϋποθέτει την μεταρρύθμιση όχι μόνο της φαρμακευτικής πολιτικής αλλά και του συστήματος φαρμακευτικής φροντίδας, στο σύνολό του, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σημαντικές προκλήσεις της:
Η σοβαρότερη απειλή για την ολοκλήρωση του επενδυτικού πλάνου των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών είναι η υπερβολική φορολόγηση του κλάδου, μέσω του -μοναδικού για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- συστήματος υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebate) & επιστροφών (clawback). Πράγματι, οι ανεπαρκείς προϋπολογισμοί έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια όλες τις φαρμακοβιομηχανίες και κυρίως τις ελληνικές, να επιβαρύνονται με τεράστιες υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές (rebate, clawback, και αναγκαστικές εκπτώσεις στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ένταξη των φαρμάκων σε καθεστώς ασφαλιστικής αποζημίωσης). Οι τεράστιες αυτές επιβαρύνσεις, σε συνδυασμό με την καθήλωση των τιμών σε εξωπραγματικά χαμηλά επίπεδα, πλήττουν τη βιωσιμότητα εκατοντάδων οικονομικών φαρμάκων κυρίως της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, οδηγούν σε ελλείψεις και δημιουργούν προβλήματα πρόσβασης των ασθενών στις θεραπείες και ταυτόχρονα στερούν πολύτιμα κεφάλαια από την Ανάπτυξη.
Στο ίδιο πλαίσιο είναι απαραίτητη η μέριμνα για τις τιμές των ήδη οικονομικών φαρμάκων που κινδυνεύουν να αποσυρθούν, λόγω της ανεξέλεγκτης αύξησης του κόστους παραγωγής. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορούσε να προβλεφθεί όταν καθορίζονταν οι κανόνες της τιμολόγησης που ισχύουν σήμερα. Όμως, μπροστά στον κίνδυνο των μαζικών αποσύρσεων, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες κινούνται προς την κατεύθυνση της στήριξης της βιωσιμότητας των οικονομικών φαρμάκων, κάτι που θα πρέπει να δούμε και στη χώρα μας.
Σημαντική η μονιμοποίηση των επενδυτικών κινήτρων
Τέλος, είναι πολύ σημαντική η επέκταση / μονιμοποίηση των επενδυτικών κινήτρων για τη φαρμακοβιομηχανία. Το μέτρο του συμψηφισμού ενός μικρού μέρους του clawback με επενδύσεις σε υποδομές και έρευνα σημείωσε μεγάλη επιτυχία, καθώς οδήγησε στην κατάθεση 59 επενδυτικών προτάσεων από ελληνικές και ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Όμως, ο επενδυτικός προγραμματισμός ειδικά των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, εκτείνεται πέρα από τα χρονικά και οικονομικά όρια του μέτρου. Κατά συνέπεια, τα κίνητρα θα πρέπει να επεκταθούν / να μονιμοποιηθούν ώστε να καλύπτουν την πλήρη διάσταση των επενδύσεων.
Είναι δεδομένο ότι η επαρκής δημόσια χρηματοδότηση θα περιορίσει την παράλογη φορολόγηση των εταιρειών. Αυτό θα ξεκλειδώσει ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις από τη φαρμακοβιομηχανία, αυξάνοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά της.
Θεωρούμε ότι ο σχεδιασμός των κατάλληλων επενδυτικών κινήτρων και ο αποτελεσματικός έλεγχος της φαρμακευτικής δαπάνης θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της φαρμακευτικής πολιτικής για την επόμενη ημέρα, ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που θα διασφαλίζει την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς, θα συμβάλει στην ανάπτυξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και θα εξασφαλίζει την πρόσβαση των ασθενών σε κάθε θεραπεία με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
*Ο Θεόδωρος Τρύφων είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ)