Με σημαντική καθυστέρηση έρχονται οι νέες θεραπείες στη χώρα μας, παρότι ο χρόνος αναμονής παρουσιάζει αισθητή μείωση. Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), από τη στιγμή που η κυκλοφορία μιας θεραπείας παίρνει το «πράσινο φως» από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) οι Έλληνες ασθενείς θα περιμένουν 587 ημέρες, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτήν. Ο χρόνος αυτός απέχει περίπου δύο μήνες από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο χρόνο, αναδεικνύοντας τις ανισότητες που υπάρχουν στην πρόσβαση για τους ασθενείς στη χώρα μας, σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους.
Τα στοιχεία προέρχονται από την έρευνα για την εκτίμηση του δείκτη W.A.I.T. (Waiting to Access Innovative Therapies), η οποία διενεργείται από την EFPIA ετησίως, σε 36 χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αφορά στα φάρμακα που έχουν εγκριθεί από τον ΕΜΑ τα προηγούμενα 4 χρόνια από το κάθε έτος δημοσίευσης και σκοπός της είναι η αποτύπωση του βαθμού πρόσβασης των ασθενών στις νέες καινοτόμες θεραπείες.
Η κατάσταση στην Ευρώπη
Όπως προκύπτει, από τα 167 φάρμακα τα οποία έλαβαν από τον ΕΜΑ έγκριση κυκλοφορίας την περίοδο 2019-2022, τα 72 κατά μέσο όρο ήταν διαθέσιμα στις χώρες της Ευρώπης που συμπεριλήφθηκαν στην μελέτη.
Η έρευνα του 2023 εκτιμά μια οριακή μείωση στη μέση διαθεσιμότητα των νέων καινοτόμων φαρμάκων, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 43% (52% για τα ογκολογικά φάρμακα και 35% για τα ορφανά), έναντι του 45% που ανέδειξε η έρευνα του 2022.
Παράλληλα, αυξημένος εκτιμάται ο μέσος χρόνος για την αποζημίωσή τους από τα συστήματα. Ειδικότερα, υπολογίστηκε στις 531 ημέρες (559 για τα ογκολογικά φάρμακα και 542 για τα ορφανά), έναντι των 528 που ανέδειξε η έρευνα του προηγούμενου έτους.
Οι εκτιμήσεις για την Ελλάδα
Με βάση την έρευνα του 2023, μόνο το 47% των φαρμάκων που εγκρίθηκαν από τον ΕΜΑ μεταξύ 2019-2022 είναι διαθέσιμα στους ασθενείς της Ελλάδας. Η χώρα μας εμφανίζει διαθεσιμότητα ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης (43% ), εντούτοις παραμένει μεγάλη η απόσταση από τις χώρες που καταγράφουν τις καλύτερες «επιδόσεις»: Γερμανία (88%), Ιταλία (77%), Αυστρία (75%), Ελβετία (70%) και Δανία (65%).
Η πρόσβαση στην Ελλάδα είναι μεν ικανοποιητική για τις θεραπείες κατά του καρκίνου, αλλά υστερεί όσον αφορά στις θεραπείες για σπάνια νοσήματα, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 71% και 41%.
«Αγκάθι» φαίνεται ότι αποτελεί για μια ακόμη χρονιά και η αναλογία των αποζημιούμενων και μη αποζημιούμενων θεραπειών, καθώς το 48% των διαθέσιμων νέων φαρμάκων στη χώρα μας, βρίσκονται σε καθεστώς περιορισμένης διαθεσιμότητας ή αποζημίωσης. Πρόκειται κυρίως για φάρμακα τα οποία διατίθενται μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ), εκ των οποίων το 70% αφορά σε ογκολογικά και το 54% σε ορφανά φάρμακα για σπάνιες παθήσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο χρόνος αποζημίωσης των νέων θεραπειών, με την Ελλάδα να υστερεί σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου χρόνου (587 ημέρες έναντι 531 στις χώρες τις Ευρώπης).
Η έρευνα αναδεικνύει τις «αδυναμίες» του συστήματος πρόσβασης των Ελλήνων ασθενών στις νέες θεραπείες, που οδηγούν στον αποκλεισμό μερίδας αυτών από νεότερες φαρμακευτικές επιλογές, στις οποίες έχουν ήδη πρόσβαση οι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών.