Απλοϊκά μηνύματα όπως «τρώτε λιγότερο και ασκηθείτε περισσότερο» υποτιμούν την αποδεδειγμένη πολυπλοκότητα της νόσου, η οποία οδηγεί σε στερεότυπες προκαταλήψεις προς άτομα που ζουν με αυξημένο βάρος.
Γράφει η Γιούλη Αργυρακοπούλου *
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για την αναγνώριση της παχυσαρκίας ως νόσημα, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό κοινωνικό στίγμα στα άτομα που ζουν με παχυσαρκία, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων και την υγειονομική περίθαλψη που λαμβάνουν.
Σε αυτό συμβάλλει, συχνά, η πεποίθηση ότι η ανάπτυξη παχυσαρκίας είναι το αποτέλεσμα προσωπικής αποτυχίας, επιλογής ή/και έλλειψης πειθαρχίας. Ωστόσο, ολοένα και περισσότερες μελέτες έρχονται να αμφισβητήσουν ότι τα άτομα που ζουν με παχυσαρκία είναι ελεύθερα να «επιλέξουν» το σωματικό τους βάρος, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη δυσκολία μακροχρόνιας διατήρησης του απολεσθέντος σωματικού βάρους.
Στην πραγματικότητα, η ρύθμιση της πείνας, του κορεσμού, της ενεργειακής ισορροπίας και του σωματικού βάρους λαμβάνει χώρα στις υποφλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου. Οι περιοχές αυτές λαμβάνουν σήματα από άλλα μέρη του σώματος όπως το πεπτικό σύστημα (στόμαχος και εντερικός σωλήνας) και ο λιπώδης ιστός, ενημερώνοντας για τη θρεπτική επάρκεια. Αποτελούν τους κύριους ρυθμιστές του σωματικού βάρους ενός ατόμου. Τα άτομα που ζουν με παχυσαρκία χαρακτηρίζονται συχνά από απορρύθμιση αυτών των νευρωνικών μονοπατιών, οδηγούμενα σε αύξηση του βάρους.
Η ακριβής σύνδεση των υποφλοιωδών αυτών περιοχών με τα ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα, τα οποία παράγουν τις ενσυνείδητες συμπεριφορές π.χ. της απόλαυσης που λαμβάνουμε από το φαγητό, δεν έχει ακόμα πλήρως αποσαφηνισθεί. Είναι, όμως, γνωστό ότι η γενετική συμμετοχή στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας πλησιάζει το 70%.
Έτσι, στο έδαφος ενός παθολογικού γενετικού περιβάλλοντος επικάθεται μία σειρά παραγόντων, οι οποίοι ευνοούν την ανάπτυξη παχυσαρκίας όπως τα πλούσια σε θερμίδες τρόφιμα, η καθιστική ζωή, το συνεχές άγχος, η έλλειψη ύπνου, το εντερικό μικροβίωμα αλλά και επιγενετικοί παράγοντες κ.α.
Η βάση των γνώσεών μας σχετικά με τις περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη ρύθμιση της πείνας και του κορεσμού προέρχονται από πρώιμα πειράματα σε ζώα, στα οποία η πείνα, και κατά συνέπεια η σίτιση, μπορούν να τροποποιηθούν πειραματικά, υποδηλώνοντας ότι η ώθηση στη λήψη τροφής μπορεί να υπερκεράσει την πρόθεση ενός ατόμου να μειώσει το βάρος του. Επομένως, η βιολογική αυτή ώθηση έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνική άποψη ότι το σωματικό βάρους μπορεί να είναι διαχειρίσιμο αποκλειστικά από τη δύναμη της θέλησης των ατόμων.
Επιπλέον, ακόμα και μετά από επιτυχημένες προσπάθειες απώλειας βάρους επισυμβαίνουν πολλαπλές, ισχυρές προσαρμοστικές (νευρωνικές και ορμονικές) αποκρίσεις, που αντιτίθενται στην απώλεια ή ακόμα και στη διατήρηση ενός χαμηλότερου βάρους. Κατά αυτόν το τρόπο, και εξαιτίας αυτών των αλλαγών που συμβαίνουν μετά τη μείωση του βάρους, το άτομο δυσκολεύεται σημαντικά να διατηρήσει το νέο χαμηλότερο βάρος και οδηγείται σε επανάκτηση αυτού.
Έτσι, οι άνθρωποι στο σημερινό παχυσαρκιογόνο περιβάλλον, είναι ευάλωτοι τόσο στην αύξηση του βάρους όσο και στην επανάκτηση μέσω προσαρμοστικών μηχανισμών που στοχεύουν στην επαναφορά του στην αρχική τιμή.
Η κατανόηση ότι η όρεξη ρυθμίζεται σε υποφλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου, πέρα από τη ενσυνείδητη συμπεριφορά, αμφισβητεί την ιδέα ότι η παχυσαρκία είναι σφάλμα των ατόμων σύμφωνα με την κοινή πεποίθηση. Οφείλουμε, πλέον, να κατανοήσουμε ότι εάν οι θεραπείες δεν βοηθούν τους ασθενείς να αισθάνονται λιγότερο πεινασμένοι ή / και πιο ικανοποιημένοι μετά από μικρότερα γεύματα, τότε η δυνατότητά μας να επιτύχουμε μακροχρόνια απώλεια βάρους θα είναι περιορισμένη.
Ο στιγματισμός των ατόμων που πάσχουν από παχυσαρκία και οι διακρίσεις που συχνά υφίστανται σε πολλαπλούς τομείς, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο χώρο εργασίας τους έως και την πλημμελή υγειονομική περίθαλψη, αναδεικνύει την ανάγκη ορθής πληροφόρησης και υιοθέτησης νέων στρατηγικών για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τους μηχανισμούς που διέπουν τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Σε αυτό το πλαίσιο, απλοϊκά μηνύματα όπως «τρώτε λιγότερο και ασκηθείτε περισσότερο» υποτιμούν την αποδεδειγμένη πολυπλοκότητα της νόσου, η οποία οδηγεί σε στερεότυπες προκαταλήψεις προς άτομα που ζουν με αυξημένο βάρος.
Κατανοώντας ότι η παχυσαρκία δεν οφείλεται σε έλλειψη κινήτρων ή θέλησης, η διαθεσιμότητα και η χρήση συνδυασμού θεραπειών, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής, η φαρμακοθεραπεία και η μεταβολική χειρουργική καθίσταται αναγκαία για μεγάλο αριθμό ασθενών. Η αποσύνδεση της προσωπικής ευθύνης θα μειώσει το στίγμα της παχυσαρκίας και θα συμβάλλει στην ενίσχυση της κατανόησης, της πρόληψης και της θεραπείας αυτής της σύνθετης νόσου.
* Γιούλη Αργυρακοπούλου, MD, MSc, PhD Παθολόγος Διαβητολόγος Διδάκτωρ Πανεπιστήμιου Αθηνών, Ιnternational Scope Fellow EASO National Clinical Fellow, Διευθύντρια Διαβητολογικής Μονάδας και Μονάδας Παχυσαρκίας Ιατρικού Κέντρου Αθηνών