Καθώς η ιατρική προχωρά μαζί με την τεχνολογία με ιλιγγιώδης ρυθμούς και την συμβολή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) να ανοίγει ένα καινούριο πεδίο, η καινοτομία συμβάλλει στην ανάπτυξη φαρμάκων εξαιρετικά σοφιστικέ που κάνουν πράξη την εξατομικευμένη ιατρική ακριβείας, θεραπεύοντας κάθε ασθενή ξεχωριστά και όχι την ασθένεια. Το μόνο μειονέκτημα σε αυτό το success story είναι το δυσανάλογα ακριβό κόστος των καινοτόμων φαρμάκων που διαρκώς μεγαλώνει. Από χιλιάδες δραστικές ουσίες που θα μελετηθούν μόνο μία θα αποτελέσει στο τέλος αυτής της διαδρομής επιτυχημένη επαναστατική θεραπεία και γι αυτό η ανάπτυξη καινοτόμων φαρμάκων είναι «υψηλού οικονομικού ρίσκου υπόθεση». Φυσικά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: Επειδή πρόκειται για καινοτόμες και επαναστατικές θεραπείες που βελτιώνουν κατά πολύ την κατάσταση των ασθενών και θεραπεύουν ακόμα και ανίατα -έως σήμερα νοσήματα- τελικώς το ισοζύγιο του cost-benefit έχει θετικό πρόσημο αλλά πρέπει να περάσουν τέσσερα ή πέντε χρόνια για να φανεί η ελάφρυνση στις δαπάνες υγείας.
Το διδακτικό παράδειγμα της πρώιμης χορήγησης των καινοτόμων ογκολογικών θεραπειών
Αυτή ακριβώς είναι και η μεγάλη πρόκληση: Ενώ είναι πολύ ακριβά φάρμακα για να ενταχθούν στο σύστημα αποζημίωσης, η χορήγηση τους μακροπρόθεσμα εξοικονομεί πολλούς πόρους οι οποίοι μπορούν να απορροφηθούν αλλού, για παράδειγμα στην αυξημένη χρηματοδότηση των νοσοκομείων. Σε έναν από τις πιο ακριβές κατηγορίες φαρμάκων –τα ογκολογικά, εκεί που πρωτοστατούν οι ανοσοθεραπείες, πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών της υγείας και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής με τίτλο «Αξιολόγηση των εκβάσεων υγείας και του επιπρόσθετου κόστους που συσχετίζεται με την εισαγωγή των PD-(L)1 αναστολέων στο πρώιμο θεραπευτικό στάδιο του καρκίνου στην Ελλάδα» έδειξε ξεκάθαρα την μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση πόρων από την καινοτομία. Όπως επεσήμανε ο Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Οι καινοτόμες ανοσοθεραπείες στο πρώιμο στάδιο διαχείρισης του καρκίνου εκτιμάται ότι μπορούν να μειώσουν τους θανάτους κατά 24% και δύνανται να μειώσουν τις υποτροπές των ασθενών με καρκίνο κατά 25% και αναλόγως το σχετικό κόστος διαχείρισής τους. H επένδυση στις θεραπείες αυτές -ως προς το όφελος που προδίδουν- εκτιμάται ως οικονομικά αποδοτική καθώς βελτιώνει σημαντικά τις εκβάσεις υγείας και ταυτόχρονα εξοικονομεί σημαντικούς πόρους για το σύστημα υγείας και την οικονομία της τάξεως των 236 εκ. ευρώ εντός 10 ετών.
Δυσθεώρητα κόστη
Δημιουργείται λοιπόν για όλα τα συστήματα υγείας-πόσω μάλλον για το ελληνικό ΕΣΥ που δέχτηκε τις επιδράσεις της 10ετούς κρίσης των μνημονίων -ένα ερωτηματικό για το κατά πόσο θα μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις θεραπείες που φυσικά είναι πλήρως αποζημιούμενες και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί τότε θα υπήρχαν πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων (οι έχοντες με πρόσβαση στα πιο καινοτόμα φάρμακα και οι μη έχοντες που θα λάμβαναν…κορτιζόνη!).
Για να γίνει κατανοητό για τι είδους κόστη μιλάμε ενδεικτικά, οι car-T θεραπείες (κυτταρικές θεραπείες) που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία με άπαξ χορήγηση των αιματολογικών καρκίνων (λευχαιμίες, δυσκρασίες, λεμφώματα) κοστίζουν περίπου 300.000 ανά ασθενή. Μια θεραπεία για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία (θα θυμάστε τον μικρό Παναγιώτη Ραφαήλ που πήγε στη Βοστώνη για να λάβει την θεραπεία) έχει ακόμα πιο δυσθεώρητο κόστος, 3.000.000 ευρώ, με την αξία της ανθρώπινης ζωής να είναι a priori ανεκτίμητη.
Κατά 30%-40% μικρότερη η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα
Η Ελλάδα σε αυτό τον τομέα (της χρηματοδότησης της καινοτομίας) έχει να αντιμετωπίσει πολλές αντιφατικές μεταξύ τους προκλήσεις: Πρώτα από όλα την ανεύρεση δημοσιονομικού χώρου ώστε τα καινοτόμα φάρμακα να έρχονται απρόσκοπτα, μετά τη συρρίκνωση της κατά κεφαλήν φαρμακευτικής δαπάνης στα χρόνια των μνημονίων, από την οποία δεν έχουμε συνέλθει. Βάσει των στοιχείων του ΙΟΒΕ (έκθεση του 2024) η κατά κεφαλήν δαπάνης υγείας στην Ελλάδα υποχώρησε, έναντι της αύξησης της σε ΕΕ και Νότιες Χώρες την περίοδο 2009-2022. Η δημόσια δαπάνη υγείας ανέρχεται στα €1.040 στην Ελλάδα, στο 1/3 του επιπέδου της ΕΕ27, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Τα καινοτόμα φάρμακα που ήδη κυκλοφορούν στην χώρα δεν επηρεάζονται από αυτές τις προκλήσεις αλλά απειλείται η άφιξη των νέων τα οποία στο κακό σενάριο κινδυνεύουν να μην έρχονται και στο καλό σενάριο να έρχονται με 2ετή ή 3ετή καθυστέρηση.
Οι χρόνιες παθήσεις απορροφούν το 80% των δαπανών υγείας
Παράλληλα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονο Δημογραφικό πρόβλημα. Είμαστε μαζί με την Ιταλία οι λαοί που γερνάμε με πιο γρήγορο ρυθμό στην Ευρώπη και ως γνωστόν σε ότι αφορά το γήρας, «ου γαρ έρχεται μόνο!» Τα άτομα με ηλικία άνω των 65 ετών έχουν περισσότερες πιθανότητες να νοσούν όχι μόνο από ένα εκφυλιστικό (χρόνιο) νόσημα, αλλά από περισσότερα. Όπως επισημαίνει ο Κυριάκος Σουλιώτης Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, το 80% των δαπανών υγείας το απορροφούν τα χρόνια νοσήματα.
Επίσης για πολλά χρόνια στην Ελλάδα δεν υπήρχε καμιά νοοτροπία πρόληψης, με συνέπεια οι πολίτες να αναζητούν γιατρό όταν ήδη είχαν επιπλοκές από το νόσημα που είχαν αγνοήσει. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν δύσκολες συνθήκες και όσο πιο πολυπαραγοντικό είναι ένα πρόβλημα τόσο πιο δύσκολη καθίσταται η επίλυσή του, ενώ δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές!
Προϋποθέσεις
Οι προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν απρόσκοπτη ένταξη των καινοτόμων θεραπειών από εδώ κι εμπρός και φυσικά ισότιμη διάθεσή τους περιλαμβάνουν τους εξής παράγοντες:
Καθιέρωση του προληπτικού μοντέλου
Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο κι αλλάζουν τη νοοτροπία ενός λαού που πήγαινε στο γιατρό μόνο όταν αρρώσταινε. Βάσει των στοιχείων που ανακοίνωσε η αναπληρώτρια υπουργός υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη περισσότερο από μισό εκατομμύριο Ελληνίδες έχουν κάνει ψηφιακή μαστογραφία με το πρόγραμμα Φώφη Γεννηματά κι έχουν βρεθεί δεκάδες χιλιάδες πρώιμοι καρκίνοι, ενώ περισσότερο από 130.000 άνθρωποι έχουν κάνει έλεγχο καρδιαγγειακού κινδύνου, με τις καρδιοπάθειες να αποτελούν την πρώτη αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στην Ελλάδα. Εύλογα, αν μια πολύ μεγάλη «δεξαμενή» ασθενών διαγιγνώσκονται τα νοσήματα εγκαίρως και δίδεται πρώιμα η κατάλληλη θεραπεία, μπορούν να αποφευχθούν ακριβές επεμβάσεις και χορήγηση άλλων θεραπειών για την αντιμετώπιση των επιπλοκών και οι πόροι αυτοί να αξιοποιηθούν για την απρόσκοπτη είσοδο της καινοτομίας στην φαρμακευτική φαρέτρα.
Ταμείο Καινοτομίας & επενδυτικό clawback
Πολύ σημαντική παρέμβαση αποτελεί και η δημιουργία ξεχωριστού ταμείου καινοτομίας, για την οποία ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης εξέφρασε στο Forum των Δελφών την πεποίθησή του ότι θα γίνει στην διάρκεια της θητείας του. Παράλληλα η συνέχιση του θεσμού του επενδυτικού clawback, με τις φαρμακοβιομηχάνιες να ελπίζουν ότι θα μεγαλώσουν τα ποσά αντισταθμίζει σε κάποιο ποσοστό το άδικο και άτσαλο clawback (αυτόματη επιστροφή κερδών μετά από υπέρβαση της δαπάνης) που επιβλήθηκε στα χρόνια των μνημονίων, με συνέπεια στα καινοτόμα φάρμακα οι φαρμακοβιομηχανίες να επιστρέφουν το 82% των κερδών. Με τόσο υψηλές επιστροφές (το claw back συνολικά εξακολουθεί να είναι άνω του 1 δις. ευρώ ετησίως) δεν είναι βιώσιμη η επιχειρηματικότητα. Αν ένα κράτος στραγγαλίσει την επιχειρηματικότητα δεν θα έχει παραγωγή και διάθεση προϊόντων, πρέπει λοιπόν να βρεθεί εκείνη η λεπτή γραμμή που προστατεύει την κοινωνία και τα δημοσιονομικά στοιχεία αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει στο επιχειρείν να αναπνέει.
Αυξημένη χρήση γενοσήμων
Επίσης η ανάπτυξη και διείσδυση των γενόσημων φαρμακων είναι μεγάλο στοίχημα ακριβώς γιατί τα ποιοτικά γενόσημα που είναι πολύ πιο οικονομικά φάρμακα εξοικονομούν πόρους και δημιουργούν χώρο περισσότερο για την καινοτομία. Αρκεί να φανταστούμε ένα δίπολο, με τα γενόσημα χαμηλού κόστους από τη μία μεριά και τα ακριβού κόστους καινοτόμα από την άλλη. Φυσικά η καινοτομία δεν πρέπει ποτέ να αντιμετωπίζεται κοντόφθαλμα και αποκλειστικά λογιστικά ως δαπάνη. Όπως εξηγεί η Λίζα Προδρόμου, Γενική Διευθύντρια της BMS Ελλάδας η καινοτομία είναι η ελπίδα των ασθενών και στα συστήματα υγείας η καινοτομία ισοδυναμεί με επένδυση στην κοινωνία και όχι δαπάνη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της νόσου Αλτσχάιμερ που εξελίσσεται σε επόμενη πανδημία (λόγω του δημογραφικού) και απειλεί να γονατίσει τα ασφαλιστικά ταμεία όλων των κρατών. Το Αλτσχάιμερ ακόμα παραμένει ανίατο, και όπως εξηγεί η νευρολόγος-ψυχίατρος Παρασκευή Σακκά, Πρόεδρος της Εταιρείας Alzheimer Αθηνών και Πρόεδρος του Εθνικού Παρατηρητηρίου για την Άνοια και τη Νόσο Alzheime., το στοίχημα είναι η έγκαιρη διάγνωσή του και το φρενάρισμα της εξέλιξης του ώστε να σταματήσει η νοητική έκπτωση του ασθενή. Τα νέα φάρμακα (μονοκλωνικά αντισώματα) μπορούν και δρουν σε μία μικρή ομάδα ασθενών όταν δοθούν πρώιμα, πράγμα που σημαίνει πως από αυτή την καινοτομία δεν επωφελούνται όλοι. Επωφελούνται όμως κάποιοι και αν γλυτώσει έστω κι ένας άνθρωπος, η ανταποδοτική αξία για την κοινωνία είναι μεγάλη.
Αποφυγή απόσυρσης παλιών φθηνών φαρμάκων
Ένα επίσης σημαντικό μέτρο το οποίο άργησε να παρθεί αφορά την μικρή αύξηση στην τιμή κάποιων παλιών φθηνών φαρμάκων, τα οποία αν έμεναν τόσο φθηνά (στη μετα-μνημονιακή εποχή) δύο τινά μπορούσαν να συμβούν: Είτε οι εταιρίες να σταματήσουν να τα παράγουν γιατί έχουν καταστεί ασύμφορα, είτε να εξάγονται στο εξωτερικό (με παράλληλες εξαγωγές) όπου πωλούνται ακριβότερα. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Τα φάρμακα θα παρέμεναν άφαντα για τον Έλληνα ασθενή οπότε μοιραία θα γίνονταν υποκατάσταση δηλαδή με πιο καινοτόμα σκευάσματα, πιο ακριβά που θα φούσκωναν την δαπάνη. Η απόφαση αυτή πάρθηκε τους περασμένους μήνες από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.
Κατ’ οίκον διάθεση φαρμάκων για χρονίως πάσχοντες
Μεγάλη υπόθεση βέβαια πέραν της διασφάλισης της βιωσιμότητας των φαρμάκων είναι και ο τρόπος διάθεσης τους στους ασθενείς χωρίς οι άνθρωποι αυτοί να ταλαιπωρούνται περιμένοντας στις ουρές της ντροπής μέσα στο καταχείμωνο ή κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Τα φάρμακα αυτά γνωστά με το ακρωνύμιο ΦΥΚ (φάρμακα υψηλού κόστους διατίθενται από τα νοσοκομειακά φαρμακεία και από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και ορισμένα σκευάσματα πηγαίνουν και κατ’ οίκον με πιλοτικά προγράμματα που ξεκίνησαν για την σκλήρυνση κατά πλάκας (ή πολλαπλή σκλήρυνση) και τον καρκίνο του μαστού. Πρόθεση του υπουργείου Υγείας είναι να επεκτείνει το πρόγραμμα σε όλα τα ΦΥΚ, και έγινε διαγωνισμός στον οποίο κατέβηκε ένας υποψήφιος (ταχυμεταφορών), οπότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Ένας υποψήφιος σημαίνει ότι θα κατατεθούν de facto εντάσεις και η διαδικασία θα σκαλώσει.
Ανάγκη συναίνεσης όλων των φορέων
Για όλα αυτά που προαναφέρθηκαν πρέπει να υπάρξει ένας κοινός δρόμος στον οποίο να συναντηθούν όλοι οι φορείς: Το υπουργείο Υγείας, ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσων Ελλάδας ΣΦΕΕ, η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας ΠΕΦ, το Φόρουμ της καινοτομίας PIF (εκεί εκπροσωπούνται οι εταιρίες που αναπτύσσουν τα καινοτόμα φάρμακα) και οι φαρμακοποιοί. Η υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας διάρκειας κάποιων ετών θα δημιουργήσει εκείνο το σταθερό περιβάλλον που είναι προαπαιτούμενο για την προσέλκυση επενδύσεων. Θυμίζουμε ότι η συμμετοχή ελληνικών νοσοκομείων στις διεθνείς κλινικές μελέτες διαδραματίζει σημαντικό ρόλο γιατί η κλινική μελέτη εξασφαλίζει πρώιμη και δωρεάν πρόσβαση της καινοτόμου θεραπείας στον ασθενή, πριν η θεραπεία λάβει τιμή, αποζημίωση και κυκλοφορήσει από το επίσημο κανάλι διάθεσης στην χώρα.
Ατομικός φάκελος υγείας, μητρώα ασθενών και προβλεψιμότητα
Τέλος, κρίσιμο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια διαδραματίζουν ο ατομικός φάκελος υγείας και τα εθνικά μητρώα ασθενών. Για πολλά χρόνια στην Ελλάδα δεν καταγράφαμε τα δεδομένα μας και δεν γνωρίζαμε από τι θα νοσήσουν οι πολίτες μεγαλώνοντας και σε τι ποσοστό ώστε να δράσουμε με προληπτικές παρεμβάσεις. Σήμερα, με την βοήθεια όλων αυτών και με την συμβολή επιστημόνων όπως ο Κώστας Αθανασάκης, ο Κυριάκος Σουλιώτης και ο Ηλίας Μόσιαλος, Καθηγητής της πολιτικής της υγείας στο Imperial College London και στο London School of Economics, όπου είναι και Διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών της Υγείας θα μπορούμε να προβλέπουμε τις ανάγκες μας σε ορίζοντα 10ετίες και τις σχετιζόμενες δαπάνες υγείας. Ανάμεσα σε αυτά που θα μπορούμε να προβλέψουμε είναι η επείγουσα ανάγκη δημιουργίας δομών φιλοξενίας για ασθενείς τελικού σταδίου (τα περίφημα hospices του εξωτερικού) από τα οποία δεν διαθέτουμε, με συνέπεια ασθενείς να παραμένουν σε νοσηλεία σε κλινικές και να υπάρχει έλλειψη κλινών για νέα περιστατικά. Αναπτύσσοντας την κατ’οίκον φροντίδα και τις Δομές τελικού σταδίου αποφορτίζουμε τα νοσοκομεία και εξασφαλίζουμε καλύτερη περίθαλψη σε όλους τους ασθενείς.