Τελευταία ενημέρωση 21:15
Με επιτυχία στέφθηκε η πρώτη φετινή έξοδος του ΟΔΔΗΧ στις αγορές, μέσω της έκδοσης 10ετούς ομολόγου λήξης 18 Ιουνίου 2032, σε ένα σημείο χρονικά στο οποίο επικρατεί έντονη νευρικότητα κυρίως στις αγορές ομολόγων (υψηλές πιέσεις στα yields), έχοντας ωστόσο από την άλλη την ισχυρή στήριξη και την ευελιξία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπό ένα διαφορετικό πλαίσιο.
Το αρχικό guidance είχε οριστεί στο Mid Swap + 145 μ.β, ήτοι κοντά στο 1,89%, με την υψηλή ζήτηση και την υπερκάλυψη που καταγράφηκε ήδη από τις πρώτες ώρες να οδηγούν το επιτόκιο ήπια χαμηλότερα στο Mid Swap +140 μ.β, ήτοι στο 1,836% και με κουπόνι στο 1,75%, που κρίνεται ικανοποιητικό με βάση τις τρέχουσες συνθήκες στις αγορές. Την έκδοση έτρεξε ένα ισχυρό syndicate αποτελούμενο από τις Barclays, Commerzbank, Eurobank, Morgan Stanley, Nomura και Société Générale.
Αντίστοιχα πέρυσι, στις 27 Ιανουαρίου, το Ελληνικό Δημόσιο είχε αντλήσει 3,5 + 2,5 δισ. από την έκδοση 10ετούς τίτλου λήξης Ιουνίου 2031 και το reopening αυτής, με επιτόκιο 0,81% και 0,888% αντίστοιχα, σε ένα διαφορετικό ωστόσο περιβάλλον στις αγορές. Έτσι, σε δυσκολότερες συνθήκες εξαιτίας του πιο «σφιχτού» νομισματικού πλαισίου που διαμορφώνεται κυρίως από τη Fed, του πιο επίμονου υψηλού πληθωρισμού (χαμηλότερες προσφορές, μέτρια υποχώρηση του επιτοκίου από το αρχικό guidance) και υπό τον κίνδυνο μιας περαιτέρω ανόδου των yields, ο ΟΔΔΗΧ έσπευσε άμεσα μέσω αυτής της έκδοσης να «σηκώσει» τα πρώτα 3 δισ. ευρώ.
Να σημειωθεί πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κινείται στο 1,656%, καταγράφοντας άνοδο κατά 26% περίπου τον Ιανουάριο, με το spread έναντι του γερμανικού Bund (πέρασε σε «θετικό έδαφος» σήμερα) στις 164,7 μ.β και έναντι του ιταλικού 10ετούς στις 22,9 μ.β. Η σύγκριση με το ιταλικό 10ετές έχει ιδιαίτερη σημασία όσο η Ελλάδα δεν διαθέτει το investment grade, ενώ με την επίτευξη αυτού του στόχου, το ενδιαφέρον θα στραφεί στη σύγκριση με τον πορτογαλικό τίτλο.
Ως προς το σκέλος της κατανομής για το 10ετές ομόλογο, το 48,7% κατευθύνθηκε σε διαχειριστές κεφαλαίων, το 29,8% σε τράπεζες, το 12,8% σε hedge funds, ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 7,3% κατέληξε σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία. Επιπλέον το 84,5% του ομολόγου κατέληξε στα χέρια ξένων επενδυτών και μόλις το 15,5% σε Έλληνες επενδυτές και τράπεζες. Συγκεκριμένα, το 27% της έκδοσης το απέκτησαν επενδυτές με έδρα τη Βρετανία και την Ιρλανδία, το 13,3% με έδρα τη Γαλλία, με την Ιταλία να ακολουθεί στο 9,1%, τις Σκανδιναβικές χώρες στο 8% και τις ΗΠΑ στο 7,8%, ενώ με χαμηλότερα ποσοστά συμμετείχαν επενδυτές με έδρα τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιβηρική και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως ο ΟΔΔΗΧ έχει θέσει στα 12 δισ. ευρώ τον «πήχη» του δανειακού προγράμματος για το 2022, έχοντας αντλήσει συνολικά για το 2021, 15,8 δισ. ευρώ μέσω των εκδόσεων 30ετούς, 10ετούς, 5ετούς διάρκειας, των επανεκδόσεων και της τελευταίας ανταλλαγής ομολόγων από το PSI που δεν είχαν συμμετάσχει στο swap του Δεκεμβρίου 2017, με τις προσφορές στα βιβλία να φτάνουν τα 124,7 δισ. ευρώ.
Ο ΟΔΔΗΧ στο βασικό του σενάριο και σε ότι αφορά τις ανάγκες χρηματοδότησης εκτιμά πως θα αποπληρωθούν χρεολύσια 8 δισ. ευρώ, τόκοι ύψους 4,7 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των swap που αφορούν τα δάνεια GLF του 2010 ύψους 52,9 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του μνημονιακού προγράμματος, με τη χρηματοδότηση του ελλείμματος να φτάνει στα 2,7 δισ. ευρώ, την προεξόφληση εντόκων γραμματίων και διμερών δανείων να διαμορφώνεται στα 5,2 δισ. ευρώ και την κάλυψη άλλων αναγκών στα 4,3 δισ. ευρώ. Έτσι, οι τελικές χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου τον επόμενο χρόνο αναμένεται να φτάσουν στα 24 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας δεν ξεπέρασαν το 20% του ΑΕΠ το 2021, κοντά στο μέσο όρο των κρατών της Ευρωζώνης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ιρλανδία) και θα παραμείνουν αρκετά χαμηλότερα από το 15% το επόμενο διάστημα.
Από την άλλη, σε ό,τι αφορά τις πηγές χρηματοδότησης για το 2022, ο ΟΔΔΗΧ εκτιμά πως οι εισροές από την ΕΚΤ, το RRF, την ΕΤΕπ και το πρόγραμμα SURE θα διαμορφωθούν συνολικά στα 4,2 δισ. ευρώ. Τα κέρδη που θα εκταμιεύσει ο ESM από τα ANFAs και SMPs αναμένεται να φτάσουν τα 1,3 δισ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις θα φτάσουν τα 0,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα εκτιμάται πως θα υποχωρήσουν κατά 6,6 δισ. ευρώ, ενώ στο τέλος της φετινής χρονιάς ξεπερνούν τα 31 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη Citi (που συγκαταλέγεται στους βασικούς αναδόχους των ομολογιακών εκδόσεων του Ελληνικού Δημοσίου) η επόμενη έξοδος θα ακολουθήσει τον Μάρτιο με το re-opening του 30ετούς ομολόγου που εκδόθηκε πέρυσι για την άντληση επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ. Η τρίτη έξοδος στις αγορές αναμένεται τον Απρίλιο, μέσω νέου re-opening του 10ετούς ομολόγου του Ιανουαρίου για ακόμη 2 δισ. ευρώ και τον Ιούνιο με re-opening του 5ετούς ομολόγου του Μαΐου του 2021 για 2 δισ. ευρώ. Τέλος τον Οκτώβριο θα ολοκληρωθεί η εκδοτική δραστηριότητα με την πρώτη «πράσινη» έκδοση ομολογιακού τίτλου διάρκειας 15 ή 20 ετών με φόντο την άντληση 2 δισ. ευρώ.