Θετικότερη εμφανίζεται για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες η Goldman Sachs επικαιροποιώντας τις εκτιμήσεις της, ώστε να αντανακλούν τη δυναμική των οικονομικών αποτελεσμάτων του δευτέρου τριμήνου και τις προοπτικές που ανοίγονται σε αυτές.
Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, η αντίδραση της αγοράς στα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου ήταν θετική και για τις τέσσερις συστημικές και οι μετοχές κατέγραψαν άνοδο 15% κατά μέσο όρο τον τελευταίο μήνα, γεγονός που αντανακλά τρία βασικά σημεία αναφοράς: (1) την ισχυρότερη από την αναμενόμενη επέκταση των NII (καθαρά έσοδα από τόκους) και των εξυπηρετούμενων δανείων, (2) την ευνοϊκή εξέλιξη του ενεργητικού σε όρους τάσεων και ποιότητας και (3) τους βελτιωμένους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων CET1.
Σε εταιρική βάση, ισχυρότερη επέκταση δανείων κατέγραψε η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς (+4,5%/+4,4% σε τριμηνιαία βάση), σημαντικότερη βελτίωση στα βασικά κέρδη προ φόρων και τόκων επιτεύχθηκε από τις Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς (+24%/+15% σε τριμηνιαία βάση), ενώ η ισχυρότερη βελτίωση του δείκτη CET1 σημειώθηκε από την Alpha Bank (+80 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση).
Παράλληλα, οι τράπεζες αναβάθμισαν το guidance για φέτος κυρίως από την πλευρά των εσόδων, ενώ το άφησαν αμετάβλητο για την επόμενη διετία. Συνεπώς, η Goldman Sachs θέτει υψηλότερα τον πήχη για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) κατά 6% κατά μέσο όρο για το 2023 - 2024, ώστε να αντανακλούν την ισχυρότερη από την αναμενόμενη τάση του δευτέρου τριμήνου και τις επικαιροποιημένες προοπτικές αυτών.
Έτσι, οι νέες τιμές - στόχοι ορίζονται ως εξής: 4,10 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα (σύσταση «buy») από 3,95 ευρώ προηγουμένως, 1,19 ευρώ για την Alpha Bank (σύσταση «buy») από 1,07 ευρώ πριν, 1,04 για τη Eurobank («ουδέτερη» σύσταση) από 0,92 ευρώ πριν και 0,96 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς («ουδέτερη» σύσταση) από 0,84 ευρώ προγενέστερα.
Τα τρία σημεία στα οποία δίνει έμφαση η Goldman Sachs
Τα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 7% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο φέτος, αντιπροσωπεύοντας ένα 6% πάνω έναντι των εκτιμήσεων. Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν επέκταση του χαρτοφυλακίου των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 1,4 δισ. ευρώ (αύξηση 5% από το 2021), γεγονός που σημαίνει ότι το 70% - 80% του στόχου για φέτος για 1,8 - 2 δισ. ευρώ που αναπτύχθηκε τον Μάρτιο - Απρίλιο έχει ήδη επιτευχθεί. Η επέκταση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 2,2 δισ. ευρώ το 2022 είναι η νέα εκτίμηση της Goldman Sachs και συνεπάγεται κάποια επιβράδυνση της ανάπτυξης κατά το δεύτερο εξάμηνο από τα υψηλότερα επιτόκια. Την ίδια στιγμή, οι εκτιμήσεις της περιλαμβάνουν ένα όφελος 25 - 30 μονάδες βάση στο επιτοκιακό περιθώριο (NIM) από τα υψηλότερα επιτόκια την περίοδο 2022-2024 (αμετάβλητο).
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο στρέφεται η Goldman Sachs είναι πως όλες οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν σε μονοψήφιο δείκτη NPE κατά το δεύτερο τρίμηνο φέτος (με τις Alpha Bank και Πειραιώς να εισέρχονται σε αυτή την περιοχή με δείκτη NPE 8% και 9% αντίστοιχα). Οι ελληνικές τράπεζες δεν κατέγραψαν νέο σχηματισμό NPE κατά το πρώτο εξάμηνο και άφησαν αμετάβλητο το guidance για το κόστος κινδύνου για το 2022 - 2024 στις 60 μονάδες βάσης ενώ ο αμερικανικός οίκος το μοντελοποιεί συντηρητικά στις 70 μονάδες βάσης.
Επιπλέον, και οι τέσσερις συστημικές κατέγραψαν βελτίωση του δείκτη CET1 κατά 30 μονάδες βάσης σε συνολικό επίπεδο 12,8% κατά το δεύτερο τρίμηνο, καθώς η οργανική δημιουργία κεφαλαίων, τα μέσα αντιστάθμισης κινδύνου και η επανεξισορρόπηση των χαρτοφυλακίων ομολόγων βοήθησαν να αντισταθμιστούν οι αντιξοότητες που σχετίζονται με την υποτίμηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων (περίπου 300 μονάδες βάσης από το 2021). Η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank είχαν υψηλότερο δείκτη CET1 με 15% και 14% κατά το δεύτερο τρίμηνο και ακολούθησε η Alpha Bank και η Πειραιώς με 11,7% και 10,2%.
Από την άλλη, ως προς τους κινδύνους που ενδέχεται να επιφέρουν μια επί τα χείρω αναθεώρηση, η Goldman Sachs επισημαίνει πως είναι το ασθενέστερο από το αναμενόμενο μακροοικονομικό περιβάλλον, πιθανές καθυστερήσεις στην εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οι κανονιστικές αλλαγές, οι ανταγωνιστικές πιέσεις που επηρεάζουν το pricing και τους όγκους, μια σημαντική αύξηση της αντίληψης του κινδύνου που επηρεάζει το κόστος των ιδίων κεφαλαίων και την αποτίμηση, ένα μικρότερο από το εκτιμώμενο περιθώριο για εξοικονόμηση κόστους και πιθανές αρνητικές εκπλήξεις ως προς την κεφαλαιακή βάση.