Σε μια ισχυρή θεμελιώδη βάση βρίσκονται οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, με τα αυξανόμενα επιτόκια να παρέχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα για την κερδοφορία του 2022 - 2023, αποκλείοντας ένα αποτέλεσμα μιας εγχώριας ύφεσης κατά το επόμενο έτος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη Eurobank Equities, οι τιμές των μετοχών τους δεν έχουν συγχρονιστεί με τα θεμελιώδη μεγέθη, σημειώνοντας αύξηση μόλις κατά 3% από τις αρχές του έτους (αν και υπεραποδίδουν έναντι της πτώσης κατά 13% των ευρωπαϊκών τραπεζών) και εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με ένα υψηλό discount της τάξεως του 25% έναντι των τραπεζών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Με την επενδυτική ψυχολογία να είναι «uber bearish» και τις τιμές των μετοχών των ελληνικών τραπεζών να ενσωματώνουν κατά μέσο όρο ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων άνω του 20%, η Χρηματιστηριακή βλέπει να ισχύει το επιχείρημα ότι πολλά αρνητικά νέα έχουν περάσει στους τίτλους και αποτιμώνται ήδη, με το προφίλ κινδύνου - ανταμοιβής να αναμένεται να βελτιωθεί μακροπρόθεσμα, δεδομένης της εξαιρετικά χαμηλής αποτίμησης (0,3x - 0,5χ το εκτιμώμενο P/BV για το 2023). Ωστόσο, η Eurobank Equities δεν αναμένει ένα «ράλι» διαρκείας στο άμεσο μέλλον (δομικά θετικοί - τακτικά επφυλακτικοί), δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με τον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομική ανάπτυξη και την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και το ακόμη επισφαλές εξωτερικό περιβάλλον.
Οι μακροοικονομικές προοπτικές θα είναι ο κυρίαρχος παράγοντας
Ευρύτερα, η Eurobank Equities εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ορισμένους σημαντικούς αντισταθμιστικούς παράγοντες έναντι των παγκόσμιων μακροοικονομικών αντιξοοτήτων, όπως: 1) η έναρξη ενός νέου πιστωτικού κύκλου μετά από δέκα χρόνια απομόχλευσης, 2) η ανθεκτική ελληνική οικονομία δεδομένης της εξάρτησής της από τον τουρισμό και την ώθηση από τους ευρωπαϊκούς πόρους, 3) η επιταχυνόμενη αύξηση των επιτοκίων που ενισχύει τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), 4) η εξυγίανση των ισολογισμών και η εξομάλυνση της ποιότητας του ενεργητικού που έλαβε χώρα τα τελευταία 2-3 χρόνια και 5) η άνοδος των τιμών του real estate που εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα από τα υψηλά επίπεδα.
Αυτά τα δεδομένα σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες αντισταθμίσεις στο δημοσιονομικό σκέλος είναι πιθανό να μετριάσουν τις επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση, οδηγώντας έτσι σε μια διαχειρίσιμη επιδείνωση των τάσεων των NPEs. Εκτός από την υψηλότερη ευαισθησία των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις των επιτοκίων έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες διαθέρουν επίσης επιπλέον «μοχλούς», συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς μείωσης του κόστους (μέσω ψηφιοποίησης, προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και μείωσης δικτύου) και της επιτάχυνσης της δημιουργίας προμηθειών.
Η Eurobank Equities ενσωματώνει ένα επίπεδο στο επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (DFR) της ΕΚΤ στις 150 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2022 και στις 200 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2023, με την αύξηση των NII που προκύπτει να υπεραντισταθμίζει το υψηλότερο κόστος που σχετίζεται με τις Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (Interim Target on Minimum Required Eligible Liabilities – MREL) και τις υψηλότερες ζημίες απομείωσης (αύξηση κατά 20 μονάδες βάσης περίπου ετησίως στις 95 - 70 μονάδες βάσης για την περίοδο 2022 - 2023) λόγω των συνετών προβλέψεων για τα δάνεια σταδίου 1 και 2 και την υπόθεση για επιδείνωση των οργανικών τάσεων στα NPEs ενόψει των μακροοικονομικών αβεβαιοτήτων.
Επιπλέον, η Χρηματιστηριακή αναβαθμίζει τις εκτιμήσεις της για τα καθαρά κέρδη των τραπεζών τα επόμενα χρόνια (7% CAGR για το 2022 - 24) και πιο συγκεκριμένα για τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη για το 2022 - 2023 - 2024 κατά 26%, 9% και 29% αντίστοιχα για τις τρεις συστημικές τυράπεζες που καλύπτει, εξαιτίας της ισχυροποίησης των εσόδων από βασικές δραστηριότητες.
Ειδικότερα, αυξάνει τις προβλέψεις της για το 2022, το 2023 και το 2024 κατά 26%, 9% και 29% αντίστοιχα για τις τρεις συστημικές τυράπεζες που καλύπτει.
Νέες τιμές στόχοι - Προτίμηση σε Εθνική Τράπεζα
Συνεπώς, η Eurobank Equities προχωρά στην αύξηση των τιμών στόχων για τις ελληνικές τράπεζες διατηρώντας τη σύσταση «buy» και προτιμώντας παράλληλα την Εθνική Τράπεζα. Συγκεκριμένα, η νέα τιμή στόχος για την Alpha Bank διαμορφώνεται στα 1,5 ευρώ από 1,42 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 4,58 ευρώ από 4,5 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 2,02 ευρώ από 1,8 ευρώ.
Να επισημανθεί πως ο τίτλος της Alpha Bank διαπραγματεύεται με δείκτη P/E (δείκτη τιμής προς κέρδη) στο 4,9x για φέτος και στο 4,7x για το 2023 και με δείκτη ενσώματης λογιστικής αξίας (P/TBV) στο 0,38x και στο 0,36x. Αντίστοιχα, η Εθνική Τράπεζα διαπραγματεύεται με δείκτη P/E (δείκτη τιμής προς κέρδη) στο 4,3x για φέτος και στο 6,3x για το 2023 και με δείκτη ενσώματης λογιστικής αξίας (P/TBV) στο 0,58x και στο 0,54x. Τέλος, οι δείκτες αποτίμησης για την Τράπεζα Πειραιώς είναι στο 3,3x και 3,5x (δείκτης P/E) και στο 0,28x και 0,27x για το 2022 και το 2023 αντίστοιχα σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας.
Η Eurobank Equities συνεχίζει να προτιμά τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας εξαιτίας της καλύτερης ρευστότητας και κεφαλαιακής θέσης, της δεύτερης καλύτερης σε ποιότητα ενεργητικού και της διατηρήσιμης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 10% περίπου και μετά το 2022.