Σύγκρουση μεταξύ των «γιγάντων» φαίνεται να λαμβάνει χώρα γύρω από τις προοπτικές των ευρωπαϊκών μετοχών, με τις εκάστοτε πλευρές να καταστρώνουν τις στρατηγικές τους για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Στη βάση λοιπόν της σταδιακής υποχώρησης του πληθωρισμού, της κοντινής πλέον απόστασης από το τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ (έως τον Σεπτέμβριο), στο θετικό πέρασμα της αύξησης του πραγματικού εισοδήματος (στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 και το 2024) και στις αδύναμες - ασθενείς, μέχρι στιγμής, τοποθετήσεις από χαρτοφυλάκια, με βάση τα δεδομένα από τα flows, έρχεται να «πατήσει» η Goldman Sachs, λαμβάνοντας μια, ακόμα πιο θετική στάση, για την πορεία των ευρωπαϊκών μετοχών.
Όπως αναφέρει η Sharon Bell, στη στρατηγική του επενδυτικού οίκου για το δεύτερο εξάμηνο του έτους, «παρά την έμφαση που έχει δοθεί στα mega caps του κλάδου τεχνολογίας των ΗΠΑ, ο Euro Stoxx 50 υπεραπέδωσε ελαφρώς του S&P 500, από τις αρχές του έτους. Ωστόσο, ακόμη και με αυτή την ισχυρή ανοδική δεν έχει επέλθει ένα κλείσιμο της «ψαλίδας» έναντι των ΗΠΑ, καθώς οι ευρωπαϊκές αποτιμήσεις παραμένουν χαμηλότερα από το μέσο όρο στις περισσότερες μετρήσεις, τη στιγμή που τα discounts φτάνουν σε ακόμη υψηλότερα έναντι των αμερικανικών μετοχών».
Σύμφωνα με την επικεφαλής στρατηγικής της Goldman Sachs για τις ευρωπαϊκές μετοχές, ορισμένα από τα «tail risks» - όπως το ανώτατο όριο του αμερικανικού χρέους, οι εκτεταμένες τραπεζικές πιέσεις και η αύξηση της ανεργίας - δεν έχουν επέλθει, με τους οικονομολόγους του οίκου να μειώνουν πρόσφατα τις πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ, στο 25% για τους επόμενους δώδεκα μήνες (πολύ μακριά από το consensus).
Συνεπώς, η Goldman Sachs προχωρά σε αναβάθμιση των στόχων της για τον Stoxx 600, στις 470, 480 και 500 μονάδες σε διάστημα σε τριών, έξι και δώδεκα μηνών αντίστοιχα, έναντι 465, 470 και 475 μονάδων. Οι αναλυτές προσάρμοσαν επίσης τη στρατηγικής και για τον FTSE 100, αλλά σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ (στις 4.500 μονάδες ο S&P 500 μέχρι το τέλος του έτους), μείωσαν τα περιθώρια ανόδου στις 7.700 μονάδες από 8.000 προηγουμένως (σχεδόν μηδενικά περιθώρια ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα). Όπως επισημαίνουν, παρότι ο FTSE 100 παραμένει «φθηνός» και το πρόσφατο flow δείχνει ότι το επίπεδο τοποθετήσεων είναι χαμηλό, η σύνθεση του δείκτη αποτελεί εμπόδιο, καθώς έχει μεγάλη βαρύτητα σε κλάδους που σχετίζονται με διάφορους πόρους και πρώτες ύλες (οι αναλυτές της Goldman Sachs για τα εμπορεύματα έχουν μειώσει τις εκτιμήσεις τους για τις τιμές) και πολύ μικρή έκθεση στον κλάδο της τεχνολογίας.
Οι τρεις υψηλότεροι κίνδυνοι που εντοπίζουν οι αναλυτές για την ευρύτερη αγορά της Ευρώπης είναι: 1) η «αναζωπύρωση» των τιμών ενέργειας (φυσικά οι αγορές μετοχών είναι κάπως αντισταθμισμένες σε σχέση με αυτό, δεδομένης της βαρύτητας των κλάδων ενέργειας), 2) μια απροθυμία των επενδυτών να ενισχύσουν τις κατανομές τους προς αυτό το τμήμα των μετοχών, δεδομένων των αποδόσεων που προσφέρονται σε εναλλακτικά assets και, τέλος, 3) πιθανά «spillover effects» (διάχυση των επιπτώσεων) από τις αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες και το CRE (κλάδος εμπορικών ακινήτων). «Ο τραπεζικός κίνδυνος μπορεί να περιορίζεται κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά εάν αυτό επιδεινωθεί είναι πιθανό να αυξήσει την αβεβαιότητα και στην Ευρώπη», σημειώνει η Bell.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις για τα κέρδη ήταν ανθεκτικές και παραμένουν σταθερές, με την Ευρώπη, να αποτελεί την περιοχή με τις υψηλότερες αναθεωρήσεις κερδών το τελευταίο έτος, κάτι που δεν έχει αλλάξει, ενώ και το κλίμα ως προς τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) παραμένει εξίσου καλό στην Ευρώπη όπως και στις ΗΠΑ, αν όχι λίγο περισσότερο. Οι εταιρείες διατήρησαν τα περιθώρια κέρδους τους και κατάφεραν να μετακυλήσουν τις υψηλότερες τιμές με μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι ανέμεναν οι αναλυτές.
Από την άλλη ωστόσο, το χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών μετοχών και των αμερικανικών έχει διευρυνθεί σε επίπεδο αποτιμήσεων και πλέον είναι σχεδόν τόσο υψηλό όσο ήταν πριν η Fed, αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια στις αρχές του περασμένου έτους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πολλές εταιρείες που διέψευσαν θετικά τους αναλυτές (ως προς τα κέρδη) τοποθετούνται σε κλάδους όπου οι επενδυτές παραμένουν δύσπιστοι σχετικά με τη διατήρηση αυτών των κερδών ή των περιθωρίων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις τράπεζες, όπου οι εκτιμήσεις για τα EPS του 2023 αυξήθηκαν κατά 10% και κατά 19%, αντίστοιχα φέτος και και οι δύο κλάδοι έχουν υποβαθμιστεί.
Αναλυτικότερα, ως προς τις τράπεζες, το χάσμα μεταξύ του δείκτη ROE (δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων) και του δείκτη P/BV (τιμή προς λογιστική αξία) είναι ιδιαίτερα σημαντικό και υποδηλώνει, είτε ένα πολύ υψηλό ασφάλιστρο κινδύνου για τον κλάδο (μεγαλύτερο από ό,τι στην κρίση χρέους) είτε μια προσδοκία ότι το ROE θα μειωθεί εκ νέου. Οι αναλυτές στρατηγικής στρέφονται προς το δεύτερο, καθώς πολλοί επενδυτές με τους οποίους συνομίλησαν, ανησυχούν ότι είτε τα beta καταθέσεων θα αυξηθούν με την πάροδο του χρόνου, ή - και οι αθετήσεις πληρωμών θα αυξηθούν και έτσι τείνουν να υποθέτουν ότι η απόδοση της κερδοφορίας αντιστρέφεται. Αντιθέτως, οι αναλυτές που καλύπτουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες, υποστηρίζουν ότι πλέον είναι κερδοφόρες, καλά κεφαλαιοποιημένες και παράγουν υψηλά κεφάλαια. Επιπλέον, είναι βέβαιοι ότι ο κλάδος μπορεί να συνεχίσει να καταγράφει μια αύξηση των κερδών, μέχρι το 2024 και το 2025, ακόμη και αν υπάρξουν μέτριες μειώσεις των επιτοκίων. Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs διατηρεί την «overweight» θέση της, για τον τραπεζικό κλάδο.
Επιπλέον, οι χαμηλότερες εκτιμήσεις για μια μεσοπρόθεσμη ή πιο μακροπρόθεσμη αύξηση των EPS φαίνεται να ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος του discount στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη διαπραγματεύονται με παρόμοιους δείκτες PEG (δείκτης τιμής προς κέρδη σταθμισμένος με την αύξηση των κερδών). Για το συγκεκριμένο δείκτη, η Goldman Sachs λαμβάνει ένα δείκτη P/E για τους επόμενους δώδεκα μήνες και τον συγκρίνει με τις εκτιμήσεις γύρω από την αύξηση των EPS για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα (αύξηση EPS μεταξύ δώδεκα και 24 μηνών). Σε αυτή τη βάση, μόνο η Ασία (εκτός της Ιαπωνίας) είναι σημαντικά «φθηνότερη» από άλλες περιοχές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ασία (εκτός Ιαπωνίας) διαπραγματεύεται με παρόμοιο δείκτη P/E με την Ευρώπη, αλλά με υψηλότερη αναμενόμενη αύξηση των EPS κατά το δεύτερο έτος και με ένα επίσης υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου τα τελευταία χρόνια, λόγω Κίνας.
Συνεπώς, με τις εκτιμήσεις για την αύξηση των EPS να έχουν υποχωρήσει για την Ευρώπη, ενώ έχουν παραμείνει ισχυρές για τις ΗΠΑ και την Ασία, το χάσμα μεταξύ τους είναι πλέον σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Κάπως έτσι διαφαίνεται πως έχει περάσει μια υπερβολική απαισιοδοξία σχετικά με τα EPS στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την ίδια: i) oι ευρωπαϊκές εταιρείες καταγράφουν σημαντικά κέρδη εκτός της Γηραιάς Ηπείρου (περίπου το 60% είναι εκτός Ευρώπης), ii) οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές όσον αφορά τα περιθώρια κέρδους και την τιμολογιακή ισχύ τα τελευταία δύο χρόνια. «Πιστεύουμε ότι σε αρκετούς κλάδους (αεροπορικές εταιρείες, λιανεμπόριο, τράπεζες) υπάρχουν πλέον λιγότερες εταιρείες για να ανταγωνιστούν, εν μέρει εξαιτίας της πανδημίας ή των διαρθρωτικών αλλαγών στον εκάστοτε κλάδο, κάτι που συνεπάγεται ότι οι υπάρχουσες, διαθέτουν μια καλύτερη τιμολογιακή ισχύ» σημειώνει η Goldman Sachs στη νέα στρατηγικής της.
Επιπλέον, η ενίσχυση των mega caps τεχνολογίας στις ΗΠΑ που σχετίζονται με το AI (τεχνητή νοημοσύνη) έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη (και ασυνήθιστη) διεύρυνση των αποτιμήσεων μεταξύ του κλάδου τεχνολογίας των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ωστόσο, οι προοπτικές κερδοφορίας είναι περίπου παρόμοιες, σύμφωνα με το consensus και οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα επωφεληθούν επίσης από την τεχνητή νοημοσύνη, ειδικά στο κομμάτι του hardware. Γι' αυτό και σε αυτόν τον κλάδο (τεχνολογία) η Goldman Sachs διατηρεί «overweight» σύσταση.
Τέλος ο αμερικανικός οίκος προχωρά σε αρκετές αλλαγές στις συστάσεις σε διάφους κλάδους:
- Retail: Αναβαθμίζει τον κλάδο σε «overweight» από «underweight», δεδομένου του θετικού αντίκτυπου από την πτώση του πληθωρισμού στα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών.
- Κλάδος πρώτων υλών: Υποβαθμίζει τον κλάδο σε «neutral», έχοντας καταγράψει τις χαμηλότερες αποδόσεις από τις αρχές του έτους, καθώς η ανάκαμψη της Κίνας απογοήτευσε και ενώ ενισχύθηκε πρόσφατα, οι προοπτικές για τα περισσότερα μέταλλα είναι υποτονικές.
- Τρόφιμα, Ποτά & Καπνός: Υποβαθμίζει τον κλάδο σε «underweight» από «neutral». Με ανοδική τάση στην αγορά και τη βελτίωση της οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο, ο συγκεκριμένος κλάδος διαθέτει ένα χαμηλό beta, με ένα μικρότερο προσανατολισμό προς αυτές τις τάσεις. Επιπλέον, οι πωλήσεις καπνού μειώνονται στις ΗΠΑ, ενώ και ο αναλυτής της Goldman Sachs υποβάθμισε πρόσφατα την Diageo.
- Υποτομέας του real estate του Ηνωμένου Βασιλείου («καλάθι» μετοχών - χαρτοφυλάκιο GSSBREUK): Σύσταση «underweight». Οι αναλυτές του οίκου συνεχίζουν να βλέπουν την επιδείνωση της αγοράς γραφείων του Λονδίνου ως μια «πηγή» ανησυχίας δεδομένων των υψηλότερων επιτοκίων και της υπερπροσφοράς.
Ο οίκος αναμένει ότι τόσο επίσημος όσο και ο δομικός πληθωρισμός θα βρίσκεται χαμηλότερα του 3% στην Ευρώπη μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, σε ευθυγράμμιση με τις αποτιμήσεις που κινούνται προς το 13x - 14x. Εάν η Ευρώπη λοιπόν διαπραγματεύονταν με έναν δείκτη P/E στο 13,9χ - σύμφωνο με προηγούμενες περιόδους πληθωρισμού στο εύρος του 2% - 3%, θα συνεπάγονταν ένα re - rating λίγο πάνω από το 10%.
RBC: Φθηνές σε υπέρμετρο βαθμό οι ευρωπαϊκές μετοχές - Προκύπτουν εξαιρετικά μακροπρόθεσμα σημεία εισόδου
Οι ευρωπαϊκές μετοχές ήταν ανέκαθεν φθηνές στο παρελθόν, αλλά ποτέ σε αυτό το επίπεδο και για τόσο καιρό. Σύμφωνα με τον David Lambert, επικεφαλής στρατηγικής της RBC για τις ευρωπαϊκές μετοχές, η Ευρώπη είναι αναμφισβήτητα μια περιοχή χαμηλότερων αποδόσεων και ως εκ τούτου θα πρέπει να διαπραγματεύεται με ένα discount ως προς τον δείκτη P/E, αλλά οι τρέχουσες αποτιμήσεις δείχνουν, ένα ιδιαίτερα υψηλό discount έναντι των ΗΠΑ. Κατά τον ίδιο, αυτός ήταν ο βασικός «μοχλός» στήριξης για την Ευρώπη, ιδιαίτερα καθώς έχουμε επιστρέψει σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων. Με υψηλότερα επιτόκια, η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών συμπιέζεται. Η Ευρώπη είναι πολύ λιγότερο επιρρεπής σε αυτή τη δυναμική. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε εταιρείες με υψηλές, βιώσιμες, συνεπείς, μακροπρόθεσμες αποδόσεις που έχουν μια χαμηλή ένταση κεφαλαίου.
Επιπλέον, η έμφαση σε εταιρείες υψηλής απόδοσης, θετικού περιθωρίου που επανεπενδύουν συνεχώς στις ίδιες, παραμένει το «κλειδί» για την ενίσχυση των αποδόσεων μακροπρόθεσμα. «Πολλές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν γίνει πολύ φθηνότερες τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες και πιστεύουμε ότι αυτό μας προετοιμάζει για μερικά εξαιρετικά, μακροπρόθεσμα σημεία εισόδου σε μερικά ελκυστικά franchise», αναφέρει ο Lambert.
«Αρκούδα» η BofA - «Βλέπει» πτώση μέχρι και 18%
Από τη μεριά τους, οι αναλυτές στρατηγικής της Bank of America με επικεφαλής τον Sebastian Raedler, διατηρούν την, ως επί το πλείστον, αρνητική τους θέση για τις ευρωπαϊκές μετοχές, εκτιμώντας ότι η μακροοικονομική δυναμική είναι απίθανο να διαρκέσει. Η επιβράδυνση στην ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας από τον επιδεινούμενο πιστωτικό κύκλο έχει αντισταθμιστεί μέχρι στιγμής από την αύξηση της δημοσιονομικής στήριξης για τους καταναλωτές (μέσω της μείωσης των φόρων των φυσικών προσώπων στις αρχές του έτους) και των πάγιων επενδύσεων των ξένων - κατοίκων αλλοδαπής (μέσω επιδοτήσεων από το νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) και το νόμο για τη δημιουργία κινήτρων για την ενίσχυση της παραγωγής ημιαγωγών (chips) στις ΗΠΑ).
Ωστόσο, η BofA αναμένει μια (α) μεγαλύτερης έντασης οπισθοχώρηση, από τις αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες, δεδομένης της υστέρησης μεταξύ της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και του μακροοικονομικού κύκλου, και (β) μια εξασθένηση της δημοσιονομικής ώθησης. Κατά συνέπεια, βλέπουν σημαντικά περιθώρια για μια αποδυνάμωση της αναπτυξιακής δυναμικής των ΗΠΑ - και, ως εκ τούτου, της παγκόσμιας οικονομίας - η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αντιστροφή της πρόσφατης κυκλικής υπεραπόδοσης. Επιπλέον, ο συνδυασμός της ηπιότερης ανάπτυξης και της εξασθένησης του πληθωρισμού συνεπάγεται έναν καθοδικό κίνδυνο για τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, γεγονός που υποδηλώνει επίσης μια «αμυντική» υπεραπόδοση το επόμενο διάστημα.
Συνεπώς ο αμερικανικός οίκος, επιμένει στην αρνητική του θέση για τις ευρωπαϊκές μετοχές και την «underweight» για τις «κυκλικές» έναντι των «αμυντικών». Εκτιμά, πως παρότι οι επενδυτές ανησυχούν περισσότερο για την πορεία του πληθωρισμού έναντι της ανάπτυξης, θα επιστρέψουν εκ νέου στο δεύτερο ζήτημα ως απάντηση των παραπάνω. Αυτό θα μεταφραστεί σε μια διεύρυνση των ασφαλίστρων κινδύνου και σε νέες υποβαθμίσεις των EPS, κάτι που θα επιφέρει μια πτώση έως και 18% για τον Stoxx 600 στις 380 μονάδες στις αρχές του επόμενου έτους (ο προηγούμενος στόχος ορίζονταν στις 365 μονάδες για το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους). Παράλληλα, οι στόχοι για τον DAX και για τον FTSE 100 με ορίζοντα τα τέλη του 2023 κινούνται στις 13.100 και 6.500 μονάδες, αντίστοιχα. Οι εκτιμήσεις της BofA υποδηλώνουν επίσης μια υποαπόδοση κατά 14% για τις ευρωπαϊκές «κυκλικές» μετοχές έναντι των «αμυντικών» και 8% υποαπόδοση για τις «value» ευρωπαϊκές μετοχές έναντι των «growth».
Morgan Stanley: Αρνητική θέση βραχυπρόθεσμα, αλλά καλύτερες μέρες μακροπρόθεσμα
Πτώση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (διόρθωση 10% τους καλοκαιρινούς μήνες), αλλά ελκυστικότερα σημεία εισόδου και άνοδο σε μακροπρόθεσμο αναμένει ο Graham Secker της Morgan Stanley, καθώς η δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασθενεί, και οι συνθήκες ρευστότητας γίνονται ακόμη πιο αυστηρές. Ωστόσο, ένας σχετικά χαμηλός δείκτης P/E για τους επόμενους δώδεκα μήνες στο 12,5x αναμένεται να περιορίσει την πτώση στο 10%.
Ο νέος στόχος που θέτει ο Secker για τον MSCI Europe είναι κατά 8% υψηλότερος από τα τρέχοντα επίπεδα και συνεπάγεται ένα περιθώριο ανόδου που ξεπερνά το 10%. Ο στόχος για τον δείκτη βασίζεται σε έναν δείκτη P/E N12M (για τους επόμενους δώδεκα μήνες) στο 13,3x, με πτώση των EPS κατά 6% για το 2023 (προηγούμενη εκτίμηση για πτώση 10%) και άνοδο 6% για το 2024 (αύξηση 8% το 2025). Στο «bull case» η Morgan Stanley αναμένει άνοδο μέχρι και 23% για τις ευρωπαϊκές μετοχές στην περίπτωση ενός ήπιου αποπληθωρισμού και μιας ανθεκτικότητας των EPS, ενώ στο «bear case» βλέπει πτώση μέχρι και 11%, εάν δηλαδή επέλθει μια οικονομική ύφεση, με πτώση της τάξεως του 15% - 20% (ανάκαμψη 10% το 2025) στην κερδοφορία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Morgan Stanley προτιμά τους «αμυντικούς» κλάδους έναντι των «κυκλικών», αναβαθμίζοντας τον κλάδο των φαρμακευτικών σε «overweight», μαζί με τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Παράλληλα, διατηρεί την «underweight» σύσταση για «κυκλικούς» κλάδους, όπως των αυτοκινητοβιομηχανιών, των κεφαλαιουχικών αγαθών, των χημικών και της ενέργειας. Ο Secker εκτιμά πως είναι νωρίς για να κλειδώσουν κέρδη τα χαρτοφυλάκια στο «growth», διατηρώντας έτσι την «overweight» θέση στους κλάδους των ειδών πολυτελείας, της ιατρικής τεχνολογίας (medtech), των ημιαγωγών (semis) και του software.
Ωστόσο, η ομάδα στρατηγικής του αμερικανικού υποβαθμίζει τον κλάδο των χρηματοοικονομικών σε «neutral» (ουδέτερη σύσταση). Παρότι στη «bottom - up» προσέγγιση, οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι ασφαλιστικές φαίνεται ελκυστικές ως προς τα επίπεδα αποτιμήσεων, τους ισχυρούς ισολογισμούς και τους περιορισμένους κινδύνους για την πορεία των EPS, στην «top - down», τα καλύτερα του μακροοικονομικού κύκλου φαίνεται να είναι πλέον πίσω μας. Ο κλάδος θα δυσκολευτεί να υπεραποδώσει σε ένα πλαίσιο: i) επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης, ii) της κοντινής απόσταση που μας χωρίζει από το τέλος του κύκλου αυξήσεων των επιτοκίων, iii) των χαμηλότερων αποδόσεων των ομολόγων και iv) της πιθανότητας περισσότερων χρηματοοικονομικών «ατυχημάτων», δεδομένης της υστέρησης του αντίκτυπου των υψηλότερων επιτοκίων και της συνεχιζόμενης αυστηροποίησης των πιστωτικών προτύπων.
Η θέση της JP Morgan
Σε υποβάθμιση της σύστασής της σε «underweight» για τις ευρωπαϊκές μετοχές έχει προχωρήσει και η JP Morgan, έχοντας ωστόσο πέρασει αρχικώς από το στάδιο του «overweight», με τον Mislav Matejka (επικεφαλής στρατηγικής τόσο για τις ευρωπαϊκές όσο και για τις παγκόσμιες μετοχές της JP Morgan) να έχει δώσει «σήμα» για κλείδωμα κερδών και κλείσιμο των «overweight» θέσεων στις ευρωπαϊκές μετοχές έναντι των αμερικανικών. Παρ'όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές μετοχές παραμένουν ελκυστικές, ακόμη και μετά την πρόσφατη ισχυρή άνοδο που ξεπέρασε το 30% έναντι του S&P 500 από το χαμηλό Σεπτεμβρίου έως το υψηλό του Μαΐου, σε όρους δολαρίου, όπως αναφέρει ο ίδιος.
Στη βάση του σχετικού δείκτη P/E, η Ευρωζώνη συνεχίζει να είναι «φθηνή» έναντι των ΗΠΑ, με τον Matejka να τονίζει ότι η ΕΚΤ θα καταφέρει να διατηρήσει υπό έλεγχο τα spreads της περιφέρειας, ενώ και το πλαίσιο γύρω από το φυσικό αέριο είναι πιο ευνοϊκό. Συνεπώς, η Ευρωζώνη αποτελεί ένα κυκλικό «value play» σε παγκόσμιο επίπεδο και θα μπορούσε να δυσκολευτεί να υπεραποδώσει σε περίπτωση ενός συνεχούς rotation, κορύφωσης των δεικτών PMI, περαιτέρω αυξήσεων στα επιτόκια από την ΕΚΤ και μιας ασθενέστερης Κίνας. Επιπλέον, οι τρέχουσες εκτιμήσεις του consensus για την αύξηση των EPS της περιοχής για το 2023 θα καταλήξουν να αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξες.