Το πρόσφατο διεθνές sell off της αγοράς ομολόγων δείχνει, προσωρινά τουλάχιστον, να έχει χάσει τη «βιαιότητα» της περασμένης εβδομάδας, με μικρή υποχώρηση των αποδόσεων, αλλά για την Ευρωζώνη έχει αφήσει πίσω της μια ανοικτή πληγή: τα spreads των ιταλικών ομολόγων έχουν «εγκατασταθεί» για τα καλά πάνω από το 2%.
Το γεγονός αυτό επαναφέρει στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα του «κατακερματισμού» της ευρωπαϊκής αγοράς αγοράς ομολόγων, απέναντι στο οποίο η ΕΚΤ κινητοποίησε στη φάση της κρίσης χρέους δύο ισχυρά εργαλεία νομισματικής στήριξης, το «κανονικό» APP και το «αντισυμβατικό» PEPP.
Με τα δύο αυτά εργαλεία - τα οποία έχουν αρχίσει να αποσύρονται – η ΕΚΤ αγόραζε κρατικά ομόλογα (μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών) στηρίζοντας έτσι τις τιμές τους και συρρικνώνοντας τα spreads. Με τα εργαλεία αυτά «κρατήθηκαν» υπό έλεγχο τα spreads και επιβίωσαν δημοσιονομικά οι οικονομίες στις περιόδους της κρίσης χρέους αλλά και μετά στην πανδημία. Οι αγορές γίνονταν με συγκεκριμένες «κλείδες» που ήταν αναλογικές των μεγεθών των οικονομιών.
Όταν όμως η πίεση της αγοράς αυξανόταν απέναντι σε μία χώρα, όπως συνέβη με την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, κ.λ.π. οι «επενδύσεις» της ΕΚΤ γίνονταν κατά παρέκκλιση της «κλείδας» και οι αγορές καταλάβαιναν ότι έπρεπε να κάνουν πίσω...
Το «ανομολόγητο» όριο πέρα από το οποίο η ενεργοποίηση των αγορών κατά παρέκκλιση της «κλείδας» άρχιζαν να γίνονται από την ΕΚΤ – μέσω της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας που δεχόταν την πίεση – ήταν το 2%, λίγο πάνω – λίγο κάτω ανάλογα την οικονομία. Βέβαια οι dealers της ΕΚΤ διαμόρφωναν τον χρόνο παρέμβασής τους έτσι ώστε αυτό το όριο να μην εμφανίζεται στο ταμπλό, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως η Ελλάδα, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν εξαίρεση αφού δεν διέθετε investment grade πιστοληπτική βαθμίδα.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε φτιάχθηκε ad hoc το ειδικό έκτακτο εργαλείο PEPP, με το οποίο η ΕΚΤ έδωσε στον εαυτό της το, πέραν των ορίων του καταστατικού της, δικαίωμα να επενδύει υπό ειδικές συνθήκες και σε non investment grade χρεόγραφα. Με τον τρόπο αυτό σε κάποιο σημείο ότι εκδόσεις χρέους έβγαζε το ελληνικό δημόσιο το απορροφούσε η ΕΚΤ... Για μία χώρα με το ΑΕΠ και το χρέος της Ελλάδας, οι αγορές αυτές – με την διασφάλιση και της αναδιάρθρωσης του χρέους – ήταν ψίχουλα για τα μεγέθη της Ευρωζώνης.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Ιταλία της οποίας το ετήσιο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους σαν απόλυτο μέγεθος είναι μεγαλύτερο από το συνολικό ελληνικό δημόσιο χρέος...
Οι αγορές της ΕΚΤ ιταλικού χρέους, τόσο μέσω του APP όσο και μέσω του PEPP, είχαν χτυπήσει κόκκινο και συνέχισαν να είναι πολύ υψηλές έως και τους προηγούμενους μήνες με κεφάλαια τα οποία προέκυπταν από τις λήξεις των προηγούμενων αγορών γερμανικών, γαλλικών, ελληνικών ομολόγων... στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης επανεπένδυσης των πόρων των δύο εργαλείων.
Παρ' όλα αυτά οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων συνεχίζουν να αυξάνονται και τα spreads με το γερμανικό bund έχουν ξεπεράσει το 2%.
Με άλλα λόγια ο «κατακερματισμός», όπως τον είχε αποκαλέσει η κα Λαγκάρντ, της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων έχει μπει με σαφή τρόπο και πάλι στην ατζέντα της ΕΚΤ και μάλιστα σε μία στιγμή που κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες βάζουν για συζήτηση την επίσπευση της διακοπής των επανεπενδύσεων των πόρων του PEPP. Οι συνέπειες αυτού του «κατακερματισμού» στο τραπεζικό σύστημα αρχίζουν και γίνονται ολοένα και περισσότερο «ορατές» καθώς το αποτέλεσμα στην απαξίωση των κεφαλαίων των τραπεζών είναι αναλογικά πολλαπλάσιο των διαφορών που καταγράφονται σ' αυτόν τον κατακερματισμό μεταξύ των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης...
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό. Στις ΗΠΑ η «ζημία» εμφανίσθηκε ήδη από τον περασμένο Μάρτιο με τις αλλεπάλληλες χρεοκοπίες τραπεζών, όπως άλλωστε συνέβη και σε ευρωπαϊκό έδαφος με την Credit Suisse.
Σε κάθε περίπτωση η τρομακτική διόγκωση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους έχει αρχίσει να δείχνει ολοένα και περισσότερο τα δόντια της καθώς οι Κεντρικές Τράπεζες επιχειρούν να ανακόψουν τον πληθωρισμό με υψηλότερα επιτόκια, αυξάνοντας όμως έτσι και την αναχρηματοδότηση του χρέους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2023 κατά 10 τρισ. δολάρια, ενώ την τελευταία δεκαετία κατά 100 (!) τρισ. δολάρια. Παρ' όλα αυτά οι Κεντρικές Τράπεζες υποχρεώνουν κυβερνήσεις και ιδιώτες να το αποπληρώνουν ή έστω να το αναχρηματοδοτούν με πολύ υψηλότερους τόκους από οικονομίες που είτε βρίσκονται σε στασιμότητα, είτε διολισθαίνουν σε ύφεση...
Στον ακόλουθο πίνακα καταγράφεται η επικινδυνότητα αυτής της κατάστασης με βάση το πως έχει εξελιχθεί το χρέος στην ισχυρότερη οικονομία, αυτή των ΗΠΑ.