Την «πλάτη» στις αμερικανικές μετοχές φαίνεται να γυρνά η Goldman Sachs καθώς ο Peter Oppenheimer, επικεφαλής στρατηγικής του αμερικανικού οίκου για τις αγορές μετοχών υποστηρίζει στην ενότητα «Top of Mind» πως η υπεραπόδοση των ΗΠΑ κατά την τελευταία δεκαετία, πιθανότατα δεν θα επαναληφθεί την επόμενη, υπογραμμίζοντας την έμφαση που θα πρέπει να δοθεί από τα χαρτοφυλάκια στην έννοια της διαφοροποίησης.
Όπως αναφέρει ο κορυφαίος αναλυτής στρατηγικής του οίκου, οι ΗΠΑ διαθέτουν μια ευρεία βάση πλεονεκτημάτων σε σχέση με άλλα μέρη του κόσμου. Στα χρόνια μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η οικονομική και πολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ οδήγησε σε μια σχετική μείωση του ασφάλιστρου κινδύνου. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα πιο «υγιές» δημογραφικό προφίλ από την Ευρώπη και την Ιαπωνία και επωφελούνται από τον ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Είναι μια χώρα καθαρός εξαγωγέας ενέργειας και μπορεί να «αμυνθεί» και να τροφοδοτηθεί, ενώ οι ισχυρές κεφαλαιαγορές και τα υψηλά επίπεδα καινοτομίας την καθιστούν έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό για ξένα κεφάλαια, γεγονός που της επιτρέπει να έχει ένα έλλειμμα προϋπολογισμού αλλά και έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου.
Για πάνω από μια δεκαετία αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων και τον αναπτυσσόμενο τεχνολογικό κλάδο, συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο και άνθιση των αμερικανικών μετοχών σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας όπως και σε άλλες αγορές, γεγονός που οδήγησε επίσης σε ένα σημαντικό ασφάλιστρο.
- Διαβάστε επίσης: Αμοιβαία Κεφάλαια: Εισροές άνω των 460 εκατ. ευρώ το τελευταίο δίμηνο - Ποια έχουν μοιράσει χρήμα
Τα επίπεδα αποτιμήσεων των αμερικανικών μετοχών αυξήθηκαν με ένα σημαντικό premium σε σχέση με άλλες αγορές στον κύκλο μετά την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση (GFC), κάτι που δεν συνέβαινε πάντα, όπως τονίζει ο Oppenheimer. Οι αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών ήταν σε πιο συγκρίσιμα επίπεδα με άλλες περιοχές για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο παρελθόν, με αξιοσημείωτη εξαίρεση στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν οι ασιατικές μετοχές διαπραγματεύονταν με premium λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά την οποία οι αποτιμήσεις σε όλες τις περιφέρειες συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό και παρέμειναν παρόμοιες μέχρι περίπου το 2013 λόγω της κρίσης δημοσίου χρέους στην Ευρώπη. Το βασικό σημείο που ωφέλησε την αμερικανική αγορά ήταν η κατάρρευση των επιτοκίων παγκοσμίως, που ουσιαστικά στήριξε τα «long duration assets» στα οποία η αγορά των ΗΠΑ έχει σχετικά υψηλότερη έκθεση, καθώς και η σχετικά χαμηλότερη βαρύτητα σε κλάδους που «υπέφεραν» από σημαντικές αντιξοότητες, όπως τα χρηματοοικονομικά και ο κλάδος των εμπορευμάτων.
Παράλληλα, η αύξηση των premium στην κερδοφορία του κλάδου τεχνολογίας έχει ατονήσει στον κύκλο μετά την πανδημία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων, αλλά και στην πολύ ισχυρή ανάκαμψη των κερδών που σημείωσαν αρκετοί κλάδοι προσανατολισμένοι στο «value», συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών και του κλάδου των εμπορευμάτων και των μετάλλων, με αφετηρία το 2022 μετά από μια μακρά περίοδο πολύ χαμηλής ανάπτυξης. Αυτό το σημείο καμπής οδήγησε στη σύγκλιση των αποδόσεων των αγορών μεταξύ των περιοχών για άλλη μια φορά, φέρνοντας τέλος σε μια δεκαετία εκπληκτικών σχετικών αποδόσεων για την αμερικανική αγορά μετοχών. Πράγματι, ο S&P 500 υπεραπέδωσε σημαντικά του Stoxx 600 στον κύκλο μετά τη GFC, αλλά η Ευρώπη έχει υπεραποδώσει έναντι του δείκτη βαρόμετρου από την πανδημία του κορονοϊού.
Η μακρά περίοδος της ευρωπαϊκής υποαπόδοσης σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, ειδικότερα, αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό αντανάκλαση του ότι ο εταιρικός κλάδος των ΗΠΑ υπεραπέδωσε σημαντικά αυτού της Ευρώπης ως προς τα EPS (κέρδη ανά μετοχή), τα οποία έχουν εξασθενίσει τα τελευταία δύο χρόνια. Επιπλέον, αυτό το ευρύτερο μοντέλο εξαίρεσης του αμερικανικού χρηματιστηρίου φαίνεται να αποτελεί πλέον συνάρτηση μιας «χούφτας» πολύ μεγάλων εταιρειών παρά της ευρύτερης αγοράς. Πράγματι, οι 15 μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες έχουν ενισχυθεί κατά περισσότερο από 30% σε αξία φέτος - και οι επτά μεγαλύτερες κατά ένα συγκρίσιμο μέγεθος - ενώ η αγορά εκτός τεχνολογίας υποχωρεί κατά 1% - σε σύγκριση με 2% στην Ευρώπη (Stoxx 600). Και στις δύο περιπτώσεις, το μέσο επίπεδο μετοχών υποαπέδωσε έναντι του «cash».
«Η αμερικανική οικονομία είναι αναμφίβολα μια από τις πιο δυναμικές στον κόσμο και οι ΗΠΑ παραμένουν στην αιχμή της τεχνολογικής καινοτομίας, ειδικά στον τομέα της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, η σημαντική υπεραπόδοση της αμερικανικής αγοράς μετοχών την τελευταία δεκαετία είναι απίθανο να επαναληφθεί στον ίδιο βαθμό την επόμενη δεκαετία», όπως υποστηρίζει η Goldman Sachs. Η αγορά μετοχών των ΗΠΑ έχει πλέον μεγαλύτερο κίνδυνο συγκέντρωσης από άλλες μεγάλες αγορές, ενώ τα αμερικανικά νοικοκυριά κατέχουν επίσης πολύ περισσότερες μετοχές από ό,τι εκείνα σε άλλες αγορές και η περαιτέρω διακράτηση τίτλων θα μπορούσε να περιοριστεί από τον ανταγωνισμό που ενισχύεται καθώς άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, όπως τα μετρητά και το fixed income, έχουν γίνει πιο ελκυστικά στο περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων. Ο Oppenheimer συστήνει στους επενδυτές να επιλέξουν μετοχές εταιρειών με ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη ανεξαρτήτως τοποθεσίας - αγοράς.
«Σύγκρουση» εσωτερικά της Goldman Sachs
Από την άλλη, ο David Kostin (επικεφαλής στρατηγικής για τις αμερικανικές μετοχές) και η Lily Calcagnini (αναλύτρια στρατηγικής στη κατανομή των χαρτοφυλακίων), επίσης της Goldman Sachs, εκφράζουν μια αντίθετη άποψη, καθώς όπως τονίζουν η υπεραπόδοση των αμερικανικών μετοχών θα συνεχιστεί μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τους δύο, ο S&P 500 διαπραγματεύεται επί του παρόντος με δείκτη P/E στο 17x, ενώ τα επίπεδα αποτιμήσεων άλλων αγορών μετοχών είναι λιγότερο «πιεστικά» - ο Stoxx 600 διαπραγματεύεται με δείκτη P/E στο 12x, o TOPIX στο 13x και ο MXAPJ (MSCI AC Asia Pacific ex Japan) στο 12x. Έτσι, τα αρχικά υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων ενδέχεται να αποτελούν ένα εμπόδιο για ισχυρές αποδόσεις στο μέλλον. «Πράγματι, οι εκτιμήσεις μας σε δωδεκάμηνη βάση για τις παγκόσμιες μετοχές υποδηλώνουν ότι οι ΗΠΑ θα υστερήσουν έναντι άλλων περιοχών, αποδίδοντας μια συνολική απόδοση της τάξεως του 13% το επόμενο έτος. Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι οι διοικήσεις των αμερικανικών εταιρειών συνεχίσουν να ενισχύουν τον δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROE, όπως έκαναν κατά την τελευταία δεκαετία, μακροπρόθεσμα οι αμερικανικές μετοχές αναμένεται να είναι σε καλή θέση ώστε να συνεχίσουν να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τις αντίστοιχες παγκοσμίως.