Ολοένα και πιο αισιόδοξοι ως προς τις προοπτικές των μετοχών, παγκοσμίως, εμφανίζονται οι κορυφαίοι αναλυτές στρατηγικής των επενδυτικών οίκων για το νέο έτος, βάζοντας τέλος στο «Cash is King» και θέτοντας μια πιο «risk - on» τάση, με υψηλή διαφοροποίηση.
Κάπως έτσι, μετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα στα οποία, η Barclays συνιστούσε στους επενδυτές να κινηθούν προς το σκέλος του «cash» έναντι των μετοχών και των ομολόγων, πλέον αρχίζει να προτείνει την ανάληψη υψηλότερου ρίσκου βλέποντας υψηλές μονοψήφιες αποδόσεις στις μετοχές για το 2024, υπεραποδίδοντας έναντι των βασικών πηγών σταθερού εισοδήματος.
Ο Ajay Rajadhyaksha, επικεφαλής ανάλυσης του βρετανικού οίκου, επισημαίνει πως το επιχείρημα κατά των ομολόγων ήταν ξεκάθαρο μπαίνοντας στο δεύτερο εξάμηνο. Οι αγορές τιμολογούσαν σε υπερβολικό βαθμό έναν επικείμενο κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της Fed και των υπολοίπων και δεν είχαν ακόμη «ξυπνήσει» ώστε να διαπιστώσουν την κλίμακα των δημοσιονομικών προκλήσεων με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι ΗΠΑ. Πιο δύσκολη ήταν η θέση των αναλυτών στο να στραφούν υπέρ των μετοχών, καθώς ο δείκτης βαρόμετρο έχει μια ασυνήθιστα υψηλή στάθμιση σε επτά «mega cap» εταιρείες του κλάδου τεχνολογίας.
Στο μεγαλύτερο μέρος του έτους, η Barclays ανέμενε πως τα επίπεδα αποτιμήσεων των μετοχών (σε επίπεδο δείκτη) θα υποχωρούσαν υπό το βάρος της αύξησης των επιτοκίων. Ωστόσο, τα επίπεδα αποτιμήσεων έχουν αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικά στο επιχείρημα ότι «τα υψηλότερα επιτόκια οδηγούν σε χαμηλότερα P/Es», εκτός από μια σύντομη περίοδο τον Οκτώβριο. Πέραν αυτού, οι μετοχές κινήθηκαν υψηλότερα με βασικό «μοχλό» τις αντοχές και τη δυναμική της οικονομίας (ιδίως των ΗΠΑ) που υπεραπέδωσε έναντι των εκτιμήσεων των αναλυτών και που συνδυάστηκε με τις προσδοκίες για αύξηση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας λόγω της τεχνητής νοημοσύνης.
Βαδίζοντας λοιπόν προς το 2024, οι αμερικανικές μετοχές δείχνουν έτοιμες να επωφεληθούν από το τέλος του κύκλου αυστηροποίησης της πολιτικής της Fed και από την πιο αργή αλλά θετική ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας το επόμενο έτος, αν και τα υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων και η έλλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής βελτίωσης στο guidance είναι πιθανό να περιορίσουν τα ανοδικά περιθώρια των μετοχών σε βραχυπρόθεσμη βάση. «Πιστεύουμε ότι το 2024 θα συνεχίσει με ήπια θετικές αποδόσεις για τις μετοχές και αστάθεια - μεταβλητότητα σε ένα μέτριο μακροοικονομικό περιβάλλον», επισημαίνει ο Ajay, που συμπληρώνει πως «η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω, χαμηλότερα της τάσης, αλλά όχι να καταρρεύσει, καθώς τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη του ιδιωτικού τομέα και οι κρατικές δαπάνες παρέχουν ένα κατώτατο όριο στη ζήτηση και, ως εκ τούτου, στην κερδοφορία».
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές μετοχές υστερούν σε σχέση με τις αμερικανικές από τις αρχές του έτους, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη έκθεσης σε τεχνολογία - τεχνητή νοημοσύνη. Η υπεραπόδοση των ΗΠΑ είναι πιθανό να συνεχιστεί, δεδομένης της ανώτερης και μοναδικής κερδοφορίας τους, αλλά μια τέτοια ηγετική θέση έχει και ένα υψηλό τίμημα, κάτι που η Barclays εκτιμά ότι δικαιολογεί μια περιφερειακή διαφοροποίηση στις διεθνείς μετοχές. Η Ευρώπη διαπραγματεύεται με «discount» - ρεκόρ, επομένως πολλά από τα αρνητικά νέα είναι πιθανό να έχουν ήδη τιμολογηθεί.
Από τη μεριά του ο Peter Oppenheimer, επικεφαλής στρατηγικής της Goldman Sachs για τις αγορές μετοχών επισημαίνει πως οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από το 2022 άσκησαν πιέσεις στις μετοχές, με τις αποδόσεις να κυμαίνονται σε ένα εύρος «Fat & Flat». Εκτός από τα big caps και κυρίως στον κλάδος της τεχνολογίας των ΗΠΑ, οι περισσότερες αγορές μετοχών είναι χαμηλότερα από τότε που ξεκίνησε ο κύκλος αυστηροποίησης της πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες, ιδιαίτερα σε πραγματικούς όρους.
Τα θετικά νέα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι ο πληθωρισμός και τα επιτόκια φαίνεται πλέον να έχουν φτάσει στο ανώτατο σημείο και οι οικονομολόγοι του οίκου συνεχίζουν να αναμένουν ένα «soft landing» (ήπια προσγείωση της οικονομίας). Αυτό το σκηνικό είναι ευνοϊκό για τις αγορές μετοχών, μειώνοντας τα «downside risks» για τους επενδυτές. Ωστόσο, τα ανοδικά περιθώρια περιορίζεται μερικώς από το χαμηλό ασφάλιστρο κινδύνου, τη μέτρια, μόνο, ενίσχυσης της κερδοφορίας έως το 2024 και τις ενδείξεις ότι η αγορά τιμολογεί ήδη το «soft landing» σενάριο.
Η Goldman Sachs θέτει στόχο για τον S&P 500 στις 4.700 μονάδες για τους επόμενους δώδεκα μήνες και για τον Stoxx 600 στις 480 μονάδες, ενώ υψηλότερα αναμένεται να κινηθεί ο δείκτης Topix, στις 2.650 μονάδες, όπως και ο MSCI Asia Pacific (ex Japan) στις 550 μονάδες. Η κεντρική θέση των αναλυτών του οίκου έγκειται στο ότι οι μετοχές ανεβαίνουν στην κορυφή του εύρους του «Fat & Flat» στο οποίο βρίσκονται από τα τέλη του 2021 και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι αυτό είναι ένα περιβάλλον στο οποίο οι ευκαιρίες που έχουν τεθεί ενισχύονται για το «alpha», σε σχέση με το «beta».
Οι αναλυτές εστιάζουν σε μια διαφοροποιημένη περιφερειακή κατανομή με παρόμοιες αναμενόμενες αποδόσεις στις κύριες αγορές, με θετική κλίση προς την Ιαπωνία. Από την άποψη των στυλ και των κλάδων, η Goldman Sachs συνεχίζει να στρέφεται σε μια στρατηγική «barbell», συνδυάζοντας το «quality growth» με το «deep value». Έμφαση θα δοθεί σε εταιρείες με υψηλά και σταθερά margins και ισχυρούς ισολογισμούς, συνδυαστικά με ορισμένους κλάδους αξίας στους οποίους τα θεμελιώδη μεγέθη βελτιώνονται αλλά οι αποτιμήσεις είναι σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, διαμορφώνοντας έτσι ένα ελκυστικό πλαίσιο (για παράδειγμα ευρωπαϊκές και ιαπωνικές τράπεζες).
Υψηλότερα από τη Goldman Sachs, θέτει τον πήχη για τον S&P 500 η Bank of America. Η κορυφαία αναλύτρια στρατηγικής του αμερικανικού οίκου για τις μετοχές, Savita Subramanian εκτιμά πως ο δείκτης βαρόμετρο θα μπορούσε να εκτιναχθεί έως και στις 5.000 μονάδες το 2024, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τη χαλάρωση της μακροοικονομικής αβεβαιότητας. Όσον αφορά τη βάση της εκτίμησής της - μια από τις πιο αισιόδοξες για το επόμενο έτος - η Subramanian αναφέρει πως οι επενδυτές έχουν πλέον ξεπεράσει τη μέγιστη μακροοικονομική αβεβαιότητα αλλά και τα πολλαπλά γεωπολιτικά «σοκ». «Δεν είμαστε «bullish» επειδή αναμένουμε από τη Fed να μειώσει τα επιτόκια, αλλά λόγω των όσων έχει καταφέρει η Fed. Οι εταιρείες έχουν προσαρμοστεί (όπως συνηθίζουν άλλωστε να κάνουν) στα υψηλότερα επιτόκια και στον πληθωρισμό», αναφέρει στην σημείωμά της η Subramanian, η οποία σταθερά κερδίζει τις εντυπώσεις του επενδυτικού κοινού με το υψηλό επίπεδο ανάλυσής της. Σημειωτέον, πως ο στόχος που είχε θέσει πέρυσι για τον S&P 500 ήταν στις 4.600 μονάδες μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους.
O Drew Pettit, επικεφαλής ανάλυσης της Citi για τις αμερικανικές μετοχές, ανέφερε πρόσφατα πως «ο S&P 500 πλησιάζει προς το στόχο των 4.600 μονάδων που είχαμε θέσει για φέτος», ενώ ως σημείο αναφοράς παρέθεσε την ανθεκτικότητα στα κέρδη. «Αν θέλετε να μιλήσουμε για το παρελθόν, ναι, ας μιλήσουμε για το «growth», για το «Magnificent Seven» και για το AI. Αλλά αν κοιτάμε το μέλλον θα πρέπει να μιλήσουμε για την ανθεκτικότητα της κερδοφορίας», ανέφερε ο Pettit.
«Ομολογουμένως, όλοι μιλούσαν για το πόσο αδύναμη και κακή είναι ή πρόκειται να είναι η οικονομία. Αλλά όταν εξετάζουμε τα θεμελιώδη, διατηρούμε μια άκρως εποικοδομητική θέση για το επόμενο διάστημα. Πέρυσι τέτοια περίοδο (βλέποντας για το 2023) επικρατούσε ως βασικό σημείο συζήτησης το πέρασμα προς μια ύφεση που λειτουργούσε για μεγάλο διάστημα σαν τον «ψεύτη βοσκό» και ξαφνικά, εξετάζουμε ότι ο S&P 500 μόλις βγήκε από μια ύφεση της αύξησης της κερδοφορίας. Και στην πραγματικότητα πιστεύουμε ότι υπάρχει μια ακόμη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα μπροστά μας ως προς την αύξηση της κερδοφορίας. Είμαστε πολύ πιο bullish από πολλούς άλλους και αναμένουμε υψηλή μονοψήφια αύξηση των EPS το επόμενο έτος, κάτι που είναι δυνατό ακόμη κι αν έχουμε ύφεση».
Ξανά «αρκούδα» η Morgan Stanley
Από την άλλη, ο Michael J. Wilson, επικεφαλής ανάλυσης της Morgan Stanley, έχοντας αποτύχει πολλάκις να εντοπίσει το σημείο εκκίνησης μιας ανοδικής κίνησης στη Wall Street αλλά και να αναθεωρήσει τις θέσεις του, εκτιμά πως ο S&P 500 στα τέλη του 2024 θα βρίσκεται στις 4.500 μονάδες (μάλιστα αναγκάστηκε να το αναθεωρήσει μετά το «ράλι», από τις 4.200 μονάδες), αν και η αγορά ήδη τον έχει ξεπεράσει. Διατηρώντας στο ακέραιο μια «bearish» οπτική, ο Wilson βλέπει έναν δύσκολο και ανηφορικό δρόμο για τις παγκόσμιες μετοχές στο πρώτο εξάμηνο του 2024, βασιζόμενος στις εκτιμήσεις των οικονομολόγων του οίκου για μεταγενέστερες μειώσεις των επιτοκίων και της περαιτέρω ενίσχυσης του δολαρίου. «Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω, με την Κίνα να μην έχει δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στους κινδύνους ενός «σπιράλ» χρέους - αποπληθωρισμού.
Η πτώση του πληθωρισμού και η αναμενόμενη χαλάρωση της πολιτικής στο δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους αναμένεται να υποστηρίξουν μια μεταγενέστερη ανάκαμψη, αλλά πιστεύουμε ότι οι επενδυτές πρέπει να είναι αρκετά επιλεκτικοί, δεδομένου ότι τα κέρδη εξακολουθούν να προσαρμόζονται χαμηλότερα και οι τα επίπεδα αποτιμήσεων είναι σε υψηλά επίπεδα έναντι του ιστορικού μέσου», αναφέρει ο Wilson. Ο ίδιος εκτιμά πως ο δείκτης P/E για τον S&P 500 θα διαμορφωθεί στο 17x (στο 18,1x το consensus - στο 17,5x ο μέσος στη δεκαετία), με EPS για τους επόμενους δώδεκα μήνες (2025) στα 266 δολάρια (στα 275 δολάρια το consensus).
Ως προς τις ευρωπαϊκές μετοχές, η Morgan Stanley θέτει σύσταση «equal - weight», με τιμή στόχο για τον MSCI Europe στις 1.810 μονάδες. «Οι ανησυχίες για τα κέρδη ενισχύονται – αναμένουμε πτώση στο πρώτο τρίμηνο» αναφέρει η ομάδα υπό τον Wilson. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι οποιαδήποτε ανάκαμψη είναι πιθανό να έχει σχήμα «L». Τα επίπεδα αποτιμήσεων είναι χαμηλά, αλλά οι αναλυτές αναμένουν μια ήπια αναβάθμιση από το 11,9x στο 12x, καθώς το «higher for longer» γύρω από τα επιτόκια δημιουργεί ένα δύσκολο σκηνικό. Από την άλλη, συνέχεια του bull run αναμένει για τις ιαπωνικές μετοχές (στόχος για τον Topix στις 2.600 μονάδες) με περαιτέρω εισροές τόσο από ξένους επενδυτές (κλείσιμο «underweight» θέσεων) όσο και από το retail που θα τοποθετηθούν στη βάση της ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης και της εταιρικής διακυβέρνησης.