Στα «κόκκινα» ντύθηκαν την Πέμπτη οι ευρωαγορές αποχαιρετώντας το κερδοφόρο 6 στα 6, αφού η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε τα επιτόκια αμετάβλητα, στον στον βηματισμό της Fed, ενώ και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό της ευρωζώνης έδωσαν μια μικτή εικόνα.
Ο Stoxx 600 υποχώρησε 0,37% στις 483 μονάδες, «κατρακυλώντας» από τα υψηλά δύο ετών που άγγιξε στα τέλη Ιανουαρίου, ενώ οι ενεργειακές μετοχές διολίσθησαν 1,3% καθώς τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 1%, ενώ o Euro Stoxx 50 έχασε 0,51% στις 4.683 μονάδες. Ο DAX στην Φρανκφούρτη απώλεσε 0,26% στις 16.859 μονάδες, στο Λονδίνο ο FTSE 100 αποδυναμώθηκε 0,11% στις 7.622 μονάδες, στο Παρίσι ο CAC 40 κατέγραψε πτώση 0,89% στις 7.588 μονάδες. Στο Μιλάνο ο FTSE MIB σημείωσε απώλειες 0,18% στις 30.598 μονάδες, ενώ ο IBEX 35 στη Μαδρίτη έκλεισε στις 10.014 μονάδες με -0,63%.
Μετά την Fed που διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκιά της, στο τρέχον εύρος του 5,25% – 5,5%, που αποτελεί και υψηλό 23 ετών, προχωρώντας στην τέταρτη διαδοχική παύση, με τον Τζερόμ Πάουελ να κόβει πάντως τα φτερά» στις αγορές οι οποίες πόνταραν σε μία έναρξη των μειώσεων από τον μήνα Μάρτιο, και η Τράπεζα της Αγγλίας ακολούθησε την ίδια στρατηγική. Συγκεκριμένα η BoE άφησε αμετάβλητο το επιτόκιο στο 5,25% (το υψηλότερο από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008) και απέσυρε την «προειδοποίηση» πως ίσως χρειαστεί να αυξήσει ξανά τα επιτόκιά της, στέλνοντας επίσης «σήμα», ότι είναι πιθανό να μειώσει φέτος το κόστος δανεισμού για πρώτη φορά από το 2020, αν και ενδεχομένως όχι τόσο νωρίς όσο περιμένουν οι επενδυτές.
Μάκρο
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Ευρωζώνης, αυτός ακολουθεί ήπια επιβραδυντική τάση, από ρυθμό 2,9% σε 2,8%. Εξετάζοντας τα κράτη-μέλη ένα προς ένα, παρατηρείται πως τους υψηλότερους ρυθμούς κατέγραψε η Εσθονία με 5%, η Κροατία με 4,8%, Σλοβακία και Αυστρία με 4,3%. Τους βραδύτερους ρυθμούς δε, κατέγραψαν οι Φινλανδία με 0,7%, η Ιταλία με 0,9% και οι Λετονία, Λιθουανία με 1%. Οι δύο μεγάλες οικονομίες κινήθηκαν με ρυθμό 3,2% και 3,4% για Γερμανία και Γαλλία αντίστοιχα.
Σε υψηλό δέκα μηνών στις 46,4 μονάδες έκλεισε ο PMI Μεταποίησης της Ευρωζώνης τον Ιανουάριο, έναντι 44,4 του Δεκεμβρίου, αν και τα αποτελέσματα της έρευνας δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά καθώς ο δείκτης εξακολουθεί να βρίσκεται σε έδαφος συρρίκνωσης κάτω από τις 50 μονάδες. Αυτή η ανάκαμψη στη μεταποίηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στις «οικονομίες του Νότου», με την Ελλάδα να οδηγεί σε υψηλό 21 μηνών 54,7 και την Ισπανία (49,2) και την Ιταλία (48,5) να παρουσιάζουν ενθαρρυντικές τάσεις. Ωστόσο, μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης, η Γερμανία, παρά το υψηλό 11 μηνών, παραμένει σε συρρίκνωση στο 45,5 και η οικονομική κατάσταση της Γαλλίας συνεχίζει να είναι ανησυχητική, στο 43,2.
Επιχειρηματικά νέα
«Διέλυσε» κάθε προσδοκία με τα αποτελέσματα τετάρτου τριμήνου η Deutsche Bank η οποία την Πέμπτη ανακοίνωσε καθαρά κέρδη στα 1,3 δισ. ευρώ ενώ επιπλέον 1,6 δισ. ευρώ θα αποδοθούν στους μετόχους για το 2024. Τα τριμηνιαία καθαρά κέρδη σημείωσαν πτώση σχεδόν 30% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, αλλά ήταν σημαντικά υψηλότερα από τα 785,61 εκατ. ευρώ που ανέμεναν οι αναλυτές. Είχαν ανακοινωθεί καθαρά κέρδη 1,031 δισ. ευρώ για το προηγούμενο τρίμηνο και 1,8 δισ. ευρώ για την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Τα ετήσια κέρδη της Shell ξεπέρασαν τις προσδοκίες των αναλυτών με τον βρετανικό πετρελαϊκό κολοσσό να ανακοινώνει πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών 3,5 δισ. δολαρίων. Η Shell ανακοίνωσε προσαρμοσμένα κέρδη 28,25 δισ. δολαρίων για το έτος 2023 με το προηγούμενο έτος να σημειώνεται ρεκόρ ύψους 39,9 δισ. δολαρίων. Οι αναλυτές ανέμεναν ότι τα καθαρά κέρδη της Shell για το πλήρες έτος 2023 θα ανερχόντουσαν στα 27,5 δισ. δολάρια. Η Shell δημοσίευσε προσαρμοσμένα κέρδη 7,31 δισ. δολαρίων για το τελευταίο τρίμηνο του 2023.
«Βουτιά» 9,2% σημείωσε η μετοχή της BNP Paribas, αφού η γαλλική τράπεζα ανακοίνωσε πτώση των τριμηνιαίων πωλήσεων και υποβάθμισε τον στόχο για τα κέρδη της. Τα έσοδα της επενδυτικής τράπεζας μειώθηκαν σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, όπως και οι πωλήσεις καταναλωτικών και εμπορικών ακινήτων. Ο διευθύνων σύμβουλος Jean-Laurent Bonnafe δήλωσε ότι οι προοπτικές δεν είναι καλές για την τράπεζα, καθώς η οικονομία της ευρωζώνης «βρίσκεται σε διαδικασία επιβράδυνσης». Την ίδια στιγμή ο ορίζοντας δεν έχει ξεκαθαρίσει από την οικονομική αβεβαιότητα και τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων. «Η ΕΚΤ δεν μειώνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της, αλλά περιμένει να πέσει ο πληθωρισμός. Προφανώς αυτό παίρνει λίγο περισσότερο χρόνο από ό,τι αναμενόταν. Από αυτή την άποψη, το 2024 δεν θα είναι πολύ ευνοϊκό για εμάς», πρόσθεσε ο Bonnafe σε συνέντευξη Τύπου. Τα καθαρά κέρδη του ομίλου μειώθηκαν κατά 50% σε ετήσια βάση στα 1,07 δισ. ευρώ, χάνοντας τις μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών για 1,74 δισ. ευρώ, όπως μεταδίδει το Reuters. Οι αναλυτές της JP Morgan χαρακτήρισαν τα αποτελέσματα «απογοητευτικά». «Η αστοχία προήλθε κυρίως από την CIB (εταιρική επενδυτική τραπεζική)», ανέφεραν σε σημείωμά τους.