Η ηρεμία επέστρεψε στις αγορές στη συνεδρίαση της Τρίτης, όμως οι ισορροπίες έχουν γίνει πλέον πολύ εύθραυστες με αναλυτές να προειδοποιούν ότι η έντονη μεταβλητότητα θα συνεχιστεί. Οι αγορές ανέκαμψαν από τις βίαιες ρευστοποιήσεις της Δευτέρας, ειδικά το χρηματιστήριο του Τόκιο που έγραψε κέρδη 10%, όμως κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι η αγορά έχει πιάσει πάτο. Η σημερινή «αναλαμπή» ενδεχομένως να αποτελέσει ένα βραχυπρόθεσμο διάλειμμα και η μεταβλητότητα να συνεχιστεί έως τον Οκτώβριο ή και το Νοέμβριο.
Και αυτό, γιατί το υπόβαθρο δεν είναι πλέον στερεό, που σημαίνει ότι οι βασικοί πυλώνες στους οποίους στηριζόταν το ράλι των τελευταίων ετών έχουν κλονιστεί: η άποψη ότι η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά, ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να φέρει επανάσταση σε κάθε γωνιά του επιχειρείν και ότι η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας δεν θα προχωρούσε σε επιτοκιακή αύξηση ανατράπηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες.
Τα ερωτήματα είναι πολλά, όπως επίσης και το διακύβευμα εν μέσω σεισμικών αλλαγών στην αγορά ξένου συναλλάγματος, με επίκεντρο το γιεν, της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ και της προετοιμασίας για γενίκευση του πολέμου στη Μέση Ανατολή που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα νέο πετρελαϊκό σοκ, την ώρα που ο πληθωρισμός φαίνεται να έχει τεθεί υπό έλεγχο. Και σε όλα αυτά, οι έντονες αμφιβολίες για τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης με διάψευση των προσδοκιών για μία γρήγορη και άμεση μεταμόρφωση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα έφερνε μεγάλα έσοδα.
Στο selloff της Δευτέρας έφυγαν από την κεφαλαιοποίηση των Magnificent Seven περί τα 1 τρισ. δολάρια, με το δείκτη που παρακολουθεί τις εταιρείες αυτές να καταγράφει τη μεγαλύτερη πτώση από το 2015, οπότε και καταρτίστηκε ο συγκεκριμένος δείκτης. Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, έχουν επίσης «κάνει φτερά» από τα διεθνή χρηματιστήρια 6,4 τρισ. δολάρια, σε μία αναστάτωση η οποία ξεκίνησε ως απογόητευση στα αποτελέσματα των κορυφαίων τεχνολογικών, που επιδεινώθηκε από την απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας να αυξήσει τα επιτόκιά της στο 0,25% και έχει ως αποκορύφωμα τα στοιχεία για την απασχόληση Ιουλίου στις ΗΠΑ, τα οποία και αποτέλεσαν τον καταλύτη για τις μαζικές ρευστοποιήσεις.
Ο ρόλος της Ιαπωνίας
Σύμφωνα με αναλυτές, τα κατώτερα του αναμενομένου στοιχεία για την απασχόληση Ιουλίου δεν ήταν από μόνα τους αρκετά για να πυροδοτήσουν τόσο βίαιες κινήσεις. Πίσω από όλη αυτήν την αναστάτωση είναι η κατάρρευση του carry trade, μία πρακτική που χρησιμοποιούν οι επενδυτές για να δανείζονται χρήματα από μία χώρα που έχει χαμηλά επιτόκια, όπως η Ιαπωνία ή η Ελβετία, για να αγοράζουν ενεργητικό σε μία χώρα με υψηλά επιτόκια, όπως οι ΗΠΑ. Η Societe Generale σημείωσε ότι τους τελευταίους 18 μήνες γινόταν το μεγαλύτερο carry trade όλων των εποχών, ενώ η Διεθνής Τράπεζα Διακανονισμών (IIF) επεσήμανε ότι οι ιαπωνικές τράπεζες είχαν δανείσουν σε ξένους επενδυτές 1 τρισ.δολάρια μέσω του carry trade. Όσο τα ιαπωνικά επιτόκια παρέμεναν στο 0,1%, ήταν μία ιδιαίτερα κερδοφόρος πρακτική, όμως όταν η ιαπωνική κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια στο 0,25% και το γιεν ενισχύθηκε έκτοτε 11% έναντι του δολαρίου, πολλοί επενδυτές έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τα πρόσφατα κέρδη τους για να καλύψουν λιγότερο κερδοφόρες συναλλαγές, όπως αυτές του carry trade, με αποτέλεσμα να προκληθεί ταραχή στην ιαπωνική αγορά, που εν συνεχεία εξαπλώθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο.
Επενδυτής με έδρα την Ασία, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, είπε στο Reuters ότι ορισμένα από τα μεγαλύτερα hedge funds που παίζουν μετοχές με βάση τις ενδείξεις των αλγορίθμων, άρχισαν να ρευστοποιούν όταν η ξαφνική αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας πυροδότησε προσδοκίες για περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Παρότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, αναλυτές υποψιάζονται ότι το μεγάλο άνοιγμα σε αμερικανικές τεχνολογικές, που χρηματοδοτείτο από το carry trade, εξηγεί γιατί ο κλάδος τεχνολογίας έπαθε τέτοια πανωλεθρία. Ο δείκτης υψηλής τεχνολογίας Nasdaq υποχωρεί 8% μέχρι στιγμής τον Αύγουστο, ενώ ο γενικότερος δείκτης S&P 500 καταγράφει απώλειες 6%.
Οι κερδοσκόποι μείωσαν επιθετικά τα στοιχήματά τους σε πτώση του γιεν τις τελευταίες εβδομάδες, περιορίζοντάς τα στα 6 δισ. δολάρια, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο σε σχέση με το υψηλό επτά ετών των 14,5 δισ.δολαρίων του Απριλίου. «Δεν μπορείς να ανατρέψεις το μεγαλύτερο carry trade που έχει δει μέχρι σήμερα ο κόσμος χωρίς να σπάσεις κάτι», σημειώνει η Societe Generale. Αναλυτές εκτιμούν ότι υπάρχουν περιθώρια για περισσότερο πόνο όσο ξεδιπλώνονται οι μη κερδοφόρες πλέον θέσεις σε carry trade, όμως το επόμενο ταρακούνημα ή οι επόμενες εντάσεις θα είναι πιο συγκρατημένες. «Δεν τελειώσαμε. Η αντιστροφή του carry trade, τουλάχιστον εντός της κερδοσκοπικής επενδυτικής κοινότητας, έχει ολοκληρωθεί μεταξύ 50%-60%», είπε στο Bloomberg ο Άρινταμ Σαντίλια της JP Morgan.
Oι επόμενες κινήσεις της Fed
Στη βελτίωση του κλίματος αναμένεται να βοηθήσουν και οι προσδοκίες για μεγαλύτερη του αναμενομένου μείωση των επιτοκίων από την Federal Reserve στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, ενδεχομένως κατά 50 μονάδες βάσης. Πολλοί έκαναν λόγο για έκτακτη παρέμβαση της Fed για μείωση των επιτοκίων, εν μέσω ανησυχιών ότι έχει καθυστερήσει να κάνει κίνηση αφήνοντας την αγορά εργασίας και την οικονομία εκτεθειμένες στις παρενέργειες της σημερινής πολύ περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Η Fed δεν συνηθίζει να βγαίνει από την πεπετημένη και από το χρονοδιάγραμμά της, οπότε η πιθανότητα παρέμβασης πριν από τις 18 Σεπτεμβρίου είναι πολύ μικρή έως μηδαμινή, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε πανικό στην αγορά. Δύο παράγοντες θα μπορούσαν να την ωθήσουν σε έκτακτη κίνηση, ένας υψηλός βαθμός επιβεβαίωσης των αρνητικών κινδύνων για την αμερικανική οικονομία και πιθανές ζημίες σε τράπεζες ή στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Προς το παρόν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι δεν θα επαληθευτεί το σενάριο της ομαλής προσγείωσης, καθώς η πολιτική της Fed απέβλεπε σε αυτό ακριβώς που έχει συμβεί τώρα, στην αποθέρμανση της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση.
Στο σημείο αυτό όμως ελλοχεύει ένας ακόμη κίνδυνος, το γεγονός να διαψευσθούν απότομα οι προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, εάν τα επικείμενα στατιστικά στοιχεία δείξουν ότι η αμερικανική οικονομία μπορεί να αποφύγει μία απότομη προσγείωση. Και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει νέα απογοήτευση από την αγορά και πιθανό νέο sell off.
Ωστόσο, ένας τέτοιος πανικός στην αγορά δημιουργεί μικρούς και μεγάλους κινδύνους. Το πιο σημαντικό είναι ότι εάν το selloff αφεθεί ανεξέλεγκτο για αρκετό διάστημα, θα μπορούσε να πιέσει τα «γρανάζια» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να επιβραδύνει τον δανεισμό και να λειτουργήσει ως το τελευταίο σημείο που οδηγεί την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση την οποία πολλοί φοβούνται τώρα.
Για τον Έντ Γιαρντένι, οικονομολόγο που παρακολουθεί στενά τις αγορές για μισό αιώνα, η ξαφνική κατάρρευση των αγορών έφερε πίσω αναμνήσεις από τη Μαύρη Δευτέρα του 1987 - το χρηματιστηριακό κραχ μίας ημέρας που αφαίρεσε 23% από την αξία του Dow Jones. Ήταν τρομακτικό, αλλά, όπως σημειώνει ο Γιαρντένι, τελικά δεν ήταν προάγγελος οικονομικής καταστροφής. «Τότε, το υπονοούμενο ήταν ότι βρισκόμασταν ή ετοιμαζόμασταν να πέσουμε σε ύφεση αλλά αυτό δεν συνέβη καθόλου. Είχε να κάνει λοιπόν περισσότερο με τα εσωτερικά της αγοράς και το ίδιο νομίζω ότι συμβαίνει και τώρα», συμπλήρωσε.
Τι σημαίνει αυτό για τις εκλογές;
Σίγουρα οι αγορές είναι ασταθείς και πιθανότατα θα ανακάμψουν τις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, γεγονός που θα κάνει πιο δύσκολη την ανταλλαγή πολιτικών μηνυμάτων αναφορικά με τη Wall Street. Άλλωστε, οι περισσότεροι επενδυτές δεν συνδέουν το κραχ με την προεκλογική εκστρατεία, αν και η πολιτική αβεβαιότητα είναι σίγουρα ένα πράγμα που σταθμίζουν οι αγορές.
Πάντως, ο δημοσκόπος του Ρεπουμπλικάνων Φρανκ Λαντζ προειδοποίησε για την πολιτική δύναμη του χρηματιστηρίου. «Έχω μελετήσει οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα πολιτικά αποτελέσματα εδώ και χρόνια. Εάν οι μετοχές συνεχίσουν να πέφτουν, αυτό πιθανότατα θα συνδυαστεί με αρνητικά νέα για την οικονομία, η οποία από μόνη της θα ήταν μια πρόκληση για τη Χάρις», είπε ο σε μια ανάρτηση στο X, παλαιότερα γνωστό ως Twitter, τη στιγμή που οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είχαν δείξει πολύ υψηλό ποσοστό δυσαρέσκειας μεταξύ των Αμερικανών καταναλωτών για τον τρόπο με τον οποίο ο Μπάιντεν διαχειρίστηκε την οικονομία.
«Έχουν περάσει λιγότερο από δύο εβδομάδες από τότε που τα δεδομένα έδειξαν ότι η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα του αναμενομένου, όμως υπάρχει αυξανόμενη αίσθηση ότι η Fed περίμενε πάρα πολύ για να μειώσει τα επιτόκια και τώρα βρίσκεται πίσω από την καμπύλη». Ο Τζον Λιντς, επικεφαλής επενδύσεων για την Comerica Wealth Management, δήλωσε ότι το μόνο πράγμα που φαίνεται σίγουρο είναι ότι υπάρχει μεγαλύτερη αστάθεια μπροστά μας.