Ο συνδυασμός ενός μετριοπαθούς μονοψήφιου, ως επί το πλείστον, «growth» για την πλειονότητα των μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης και η απεύθυνση στην ίδια δεξαμενή κεφαλαίων που παίρνει πλέον τη μορφή εξάντλησης, φαίνεται να αποτελούν τα κύρια σημεία προβληματισμού μερίδας διαχειριστών ως προς τις προοπτικές της εγχώριας αγοράς.
Εφόσον το φετινό έτος, αποτέλεσε ένα έτος συσσώρευσης και υποαπόδοσης (έναντι των μεγάλων διεθνών αγορών), με τις αποδόσεις να βγαίνουν κατά βάση στο πρώτο μισό και εν συνεχεία να κυριαρχεί ένα μοτίβο, κατ' ελάχιστον, μονοτονίας - γκρίνιας, εύλογα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει «γιατί να κάνει τη διαφορά το Χρηματιστήριο το 2025;». Από τη στιγμή μάλιστα που οι αναδυόμενες αγορές μόνο εύκολα δε θα περάσουν ελέω της εμπορικής πολιτικής που θα υιοθετήσει ο Ντόναλντ Τραμπ και με την αβεβαιότητα να κυριαρχεί σε επίπεδο πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη, φαίνεται πως προκρίνονται μεγαλύτερες δόσεις «άμυνας» μέσω... των χρηματικών διανομών.
Ανάγκη από «story» και «φρέσκο» χρήμα...
Ένα εκ των βασικών προβληματικών σημείων της ρηχής εγχώριας αγοράς είναι η αδυναμία προσέλευση νέων επενδυτικών κεφαλαίων, κάτι που αποτυπώνεται στα roadshows στα οποία συμμετέχουν οι ίδιοι διαχειριστές που κατά βάση έχουν «υπέρ - αγοράσει Ελλάδα» ειδικά μετά τα αλλεπάλληλα placements που έλαβαν χώρα τη φετινή χρονιά, προκαλώντας «stock digestion» (πλημμύρισε η ρηχή εγχώρια αγορά με χαρτιά που αδυνατούνταν να απορροφηθούν εύκολα). Γίνεται έτσι περισσότερο ορατή η ανάγκη ανοίγματος σε νέους διαχειριστές μετά τα όρια εξάντλησης του πελατολογίου των υφιστάμενων brokers - «καλωδίων».
Τράπεζες, blue chips και μετοχές της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας διαπραγματεύονται μεν σε ελκυστικά επίπεδα και με υψηλά discounts σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας και κερδοφορίας έναντι των αντίστοιχων γκρουπ σε ευρωπαϊκές και αναδυόμενες αγορές αλλά παραμένουν «εγκλωβισμένες» στην ίδια δεξαμενή κεφαλαίων. Τα discounts και τα «stories αποτελούν το «τυράκι», το χρήμα όμως είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού και των αποτιμήσεων.
Χάνει από «μικρούς» αλλά και από μεγάλους του ΧΑ...
Την ίδια στιγμή, τα κεφάλαια που οδεύουν προς τα μετοχικά αμοιβαία εγχώριου προσανατολισμού είναι περιορισμένα, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με τις εισροές προς τα ομολογιακά και τα target maturity προϊόντα. Τμήμα επενδυτών ενός μεγαλύτερου ηλικιακού εύρους φαίνεται πως προτιμά να διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών του στα χαμηλότερου ρίσκου προϊόντα, παρά στην αγορά ή σε υψηλότερου ρίσκου (μετοχικά, σύνθετα κτλ).
Ενδεικτικό είναι πως τα μετοχικά Α/Κ εγχώριου προσανατολισμού κινούνται στο εύρος του 6,32% - 16,57% σε επίπεδο αποδόσεων τη φετινή χρονιά, έναντι 2,01% - 9,37% και 1,5% - 10,77% για τα ελληνικά και τα διεθνή ομολογιακά αντίστοιχα, τη στιγμή που οι καθαρές εισροές στις δύο αυτές κατηγορίες ξεπερνούν τα 186,9 εκατ. και 4,325 δισ. ευρώ. Από την άλλη, οι καθαρές εισροές στα εγχώρια μετοχικά διαμορφώνονται μόλις στα 7,879 εκατ. ευρώ (μέχρι 20/12/24).
Παράλληλα, η μεγάλη δεξαμενή νεότερων επενδυτών που εντρυφεί σε υψηλότερου ρίσκου και μεταβλητότητας τοποθετήσεις, στρέφεται κυρίως σε μετοχικές αγορές του εξωτερικού και στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα η υπεραπόδοση του Χρηματιστηρίου τα τελευταία χρόνια δεν λειτούργησε ως βασικός «μοχλός» κινητοποίησης επενδυτών είτε μέσω της απευθείας έκθεσης στην αγορά είτε μέσω των διάφορων μετοχικών Α/Κ εσωτερικού.
Μπορεί να ξεχωρίσει ως «dividend play»
Το Χρηματιστήριο μπορεί να τραβήξει πιο εύκολα το ενδιαφέρον ξένων διαχειριστών (που έχουν και αυτόν τον προσανατολισμό - bond proxies) ως «dividend play» προσφέροντας παράλληλα και «value». Άλλωστε στην εγχώρια αγορά κυριαρχούν όμιλοι με εξωστρεφές προφίλ, ισχυρούς ισολογισμούς και υψηλή ή υποσχόμενη πολιτική ανταμοιβής μετόχων μέσω μερισμάτων, επιστροφών κεφαλαίου και προγραμμάτων επαναγοράς.
Οι αναλυτές στρατηγικής της Goldman Sachs για τις αναδυόμενες αγορές τοποθετούν το Χρηματιστήριο στη δεύτερη θέση σε επίπεδο προσδοκώμενης μερισματικής απόδοσης πίσω μόνο από την Κολομβία. Συγκεκριμένα, η μερισματική απόδοση για το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 7%, όταν για το γκρουπ των αναδυόμενων θα προσεγγίσει το 3% και για τη ζώνη MENA (Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική) το 4%.