Καθώς η Ευρωζώνη αγνόησε τις προκλήσεις όλη αυτή τη δεκαετία, ώστε να διορθώσει τις ατέλειες που είχαν εμφανιστεί γύρω από το οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης, πλέον καλείται να τρέξει καθώς τα μαύρα σύννεφα της ύφεσης πλησιάζουν. Το διεθνές περιβάλλον έχει επιβαρυνθεί ιδιαίτερα στη δεκαετία της κρίσης από την εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, που παρά τους τεράστιους όγκους χρηματοδότησης από τις κεντρικές τράπεζες, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Το 2020 βρίσκει το «νομισματικό μπλοκ» αποσυνδεμένο σε ένα βαθμό από τους στόχους του, χωρίς σαφή γραμμή γύρω από την πορεία που θα ακολουθήσει σε βασικά θέματα χάραξης της νομισματικής πολιτικής. Καταλυτικό ρόλο σε όλο αυτό διαδραματίζει και η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που στους πρώτους μήνες, υπό τα νέα της καθήκοντα δείχνει να αναζητά συμμάχους αλλά και κατεύθυνση γύρω από το πού θέλει να στρίψει το τιμόνι του στρατηγείου της Φρανκφούρτης. Ωστόσο η Ευρωζώνη δεν διαθέτει άπλετο χρόνο προκειμένου να θωρακιστεί απέναντι σε οικονομικά σοκ, που μπορεί να προκύψουν κυρίως σε εμπορικά και τραπεζικά θέματα υπό το βάρος της οικονομικής επιβράδυνσης που αναμένεται να συνεχιστεί.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται ιδιαίτερο κρίσιμο για την οικονομία της Ευρωζώνης, μιας και η εμπορική διένεξη μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ θα μπορούσε να ενταθεί, συμπαρασύροντας την ΕΕ σε μια ατέρμονη προσωπική σύγκρουση με τον Τραμπ. Στο στόχαστρο του Αμερικανού προέδρου βρίσκεται η Γαλλία (δασμοί σε κρασιά και πολυτελή αγαθά) και σε δεύτερη μοίρα η Γερμανία (αυτοκινητοβιομηχανία). Ενόψει των αμερικανικών εκλογών το Νοέμβριο του 2020, πιθανότατα ο Τραμπ να θέλει να επιτείνει την εμπορική διαμάχη με την ΕΕ ενισχύοντας τη θέση του, χτυπώντας δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της και πιο συγκεκριμένα δυο κινητήριους παραγωγικούς άξονες των οικονομιών τους. Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της εμπορικής διένεξης θα έχει και η σχέση που θα αναπτύξει η ΕΕ με την Κίνα, στο επενδυτικό πλάνο «Μία ζώνη Ένας δρόμος» και στα δίκτυα 5G.
Καμπανάκι από τη Moody's
Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η υποβάθμιση των προοπτικών της Ευρωζώνης στην οποία προχώρησε, για το 2020, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s. Με έκθεσή του ο οίκος ανακοίνωσε την Τρίτη ότι υποβαθμίζει, σε αρνητικό, από σταθερό προηγουμένως, το ετήσιο outlook για την Ευρωζώνη το 2020. Για την απόφασή τους αυτή, οι αναλυτές του οίκου επικαλούνται την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ προειδοποιούν πως οι οικονομίες της Ευρωζώνης παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες απέναντι στην όξυνση του προστατευτισμού και την κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων. Παράλληλα ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την αύξηση του κρατικού χρέους της Ευρωζώνης.
Το χαρτί της «πράσινης ανάπτυξης» και τα αρνητικά επιτόκια
Η ευφορία που επικρατεί στις διεθνείς αγορές δεν αντικατοπτρίζει το παγκόσμιο οικονομικό outlook που επιβαρύνεται συνεχώς, καθώς οι αγορές βασίζονται εξ ολοκλήρου στα στηρίγματα που έχουν προσφέρει οι κεντρικές τράπεζες (κυρίως ΕΚΤ, Fed) και που αναμένεται να συνεχιστούν για πολύ ακόμη. Παρά τις επιθετικές κινήσεις νομισματικής χαλάρωσης από την πλευρά της ΕΚΤ που μείωσε εκ νέου το 2019 τα επιτόκια, επαναφέροντας το «μπαζούκας» του QE, ρίχνοντας ζεστό και φθηνό χρήμα στην αγορά, η οικονομία και ο πληθωρισμός παρέμειναν -και παραμένουν- σε τέλμα. Ουσιαστικά αντί να αντιστραφεί η πορεία της οικονομίας στη «ζώνη του ευρώ» με τους ρυθμούς ανάπτυξης να ενισχύονται, αυτό δεν φαίνεται να λειτουργεί προς το παρόν ευεργετικά.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ωστόσο δεν είναι αυτός. Η ΕΚΤ έχοντας βγάλει από τη φαρέτρα της όλα τα όπλα προκειμένου να αντιμετωπίσει μια υφεσιακή κατάσταση στην Ευρωζώνη, έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη και ευάλωτη εάν απαιτηθεί να αντιμετωπίσει μία κρίση. Αναλυτές προβλέπουν πως και το 2020 η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε γενναίες ενέσεις ρευστότητας προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι στο ξέσπασμα μιας κρίσης.
Παράλληλα, με τα επιτόκια να βρίσκονται σε αρνητικά επίπεδα, είναι σαφές πως επωφελούνται και φυτοζωούν εταιρείες, που υπό άλλες συνθήκες σε ένα «κανονικό» χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα είχαν χρεοκοπήσει. Εταιρείες που στους ισολογισμούς τους συγκεντρώνουν ένα «βουνό» χρέους σε σχέση με τη χαμηλή κερδοφορία τους. Η ΕΚΤ ξέρει πως μπορεί να ξεφορτωθεί αυτές τις εταιρείες, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκαλώντας ωστόσο μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις αρνητικού τύπου, καθιστώντας το ξεκίνημα νέων εταιρειών πιο δύσκολο, που με τη σειρά του θα προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα στις χώρες της Ευρωζώνης. Αυτός είναι και ο λόγος που η Λαγκάρντ προτρέπει τις κυβερνήσεις να αναλάβουν πρωτοβουλίες, προκειμένου να σηκώσουν αυτές το βάρος της ανάπτυξης μέσω της αύξησης των δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Μία άλλη πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Ευρώπη είναι το μοντέλο της «πράσινης ανάπτυξης» που εν μέρει μπορεί να καταστήσει τη Γηραιά Ήπειρο κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050, αλλά με τις επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων θα μπορέσει πιθανώς να αποτελέσει και έμμεσα έναν κρυφό άσσο στο μανίκι της ΕΚΤ, όσο υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας (κυρίως γεωπολιτικά).
Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεγράφουμε το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να προβεί σε νέες μειώσεις επιτοκίων αυξάνοντας και το στόχο αγορών στοιχείων ενεργητικού προσπαθώντας να «διατηρήσει» μια παρατεταμένη στασιμότητα όπως βίωσε η Ιαπωνία επί δεκαετίες. Προφανώς αυτό θα προκαλέσει τριγμούς στο ευρύτερο τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα και ένα σημαντικό πλήγμα στα έσοδα αυτών, που πιθανότατα θα προσπαθήσουν να καλύψουν αυτή την συρρικνώμενη βάση με άλλους τρόπους όπως είναι η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του πλαστικού χρήματος.
Φωτογραφία: Getty Images/ Ideal Image