Κρυπτονομίσματα αξίας 3,6 δισ. δολαρίων -τα οποία είχαν κλαπεί το 2016 ύστερα από κυβερνοεπίθεση στο ανταλλακτήριο crypto Bitfinex- κατάφεραν να ανακτήσουν στελέχη των αμερικανικών Ομοσπονδιακών Υπηρεσιών, όπως ανακοινώθηκε την Τρίτη από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το δίκτυο CNBC, στο πλαίσιο των ερευνών προσήχθησαν και τελικά συνελήφθησαν δύο κάτοικοι Νέας Υόρκης, ηλικίας 31 και 34 ετών αντίστοιχα, οι οποίοι φέρονται να βρίσκονται πίσω από μία εκ των μεγαλύτερων ληστειών ψηφιακών νομισμάτων στην ιστορία.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, οι δύο συλληφθέντες -οι οποίοι αναμένεται να οδηγηθούν εντός της ημέρας ενώπιον των δικαστικών αρχών- εντοπίστηκαν στην προσπάθειά τους να «ξεπλύνουν» ορισμένα από τα χρήματα που αποκόμισαν από τα περίπου 119.700 bitcoin που αφαιρέθηκαν από το ανταλλακτήριο Bitfinex το 2016.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, τα ψηφιακά νομίσματα εντοπίστηκαν στη συνέχεια σε ένα ψηφιακό πορτοφόλι που ήλεγχε ο 34χρονος Ίλια Λιχτενστάιν, ο οποίος, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συστήνεται ως ένας «επιχειρηματίας στην τεχνολογία και επενδυτής».
Τα επόμενα πέντε χρόνια, 25.000 από αυτά τα bitcoin αφαιρέθηκαν από αυτό το «πορτοφόλι» μέσω ενός «λαβυρίνθου συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα» και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την αγορά χρυσού ή NFT (non fungible tokens- μη ανταλλάξιμο διακριτικό).
Σύμφωνα με τις ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ, ανακτήθηκαν περισσότερα από 94.000 bitcoin, αξίας 3,6 δισ. δολαρίων, ενώ η συνολική αξία των κλεμμένων crypto ξεπερνάει τα 4,5 δισ. δολάρια.
«Αυτές οι συλλήψεις και αυτή η οικονομική κατάσχεση, η σημαντικότερη που έχει ποτέ γίνει από το υπουργείο, δείχνουν ότι τα κρυπτονομίσματα δεν αποτελούν καταφύγιο για τους εγκληματίες», σχολίασε η αναπληρώτρια υπουργός Δικαιοσύνης Λίζα Μονακό, σε ένα δελτίο τύπου.
Πλέον, οι δύο συλληφθέντες αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωποι με σοβαρότατες κατηγορίες, που μπορούν να επιφέρουν ποινές από 20 χρόνια ως και ισόβια κάθειρξη.