Από σήμερα ισχύουν τα νέα περιοριστικά μέτρα για τους ανεμβολίαστους και μένει να δούμε πόσο αποτελεσματικά θα είναι ώστε να υπάρξει αναχαίτιση της πανδημίας, αφού το νέο κύμα φαίνεται να είναι προ των πυλών, προμηνύοντας έναν ιδιαίτερα δύσκολο χειμώνα.
Είναι σαφές ότι τα περιοριστικά μέτρα στοχεύουν - σχεδόν αποκλειστικά - στο να ασκήσουν πίεση προς τους ανεμβολίαστους, μέσα από τα προσκόμματα στην καθημερινότητά τους, ώστε να εμβολιαστούν για να διατηρήσουν μία κανονικότητα στην καθημερινή τους ζωή.
Υπάρχει βεβαίως και μία άλλη οπτική: Ότι υπάρχει αδυναμία ή έλλειψη μίας συνολικής στρατηγικής που θα μπορούσε να προσεγγίσει το σκληρό - όπως αποδεικνύεται - πυρήνα των ανεμβολίαστων. Μία έλλειψη που δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως. Πανευρωπαϊκά τουλάχιστον.
Η έλλειψη όμως αυτή αναγκάζει τις κυβερνήσεις να μετακυλήσουν την πίεση και την ευθύνη στους πολίτες. Και μένει να φανεί κατά πόσο αυτή η τακτική μπορεί να είναι αποδοτική.
Βεβαίως από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τα αδυσώπητα νούμερα που καθημερινά γίνονται γνωστά σε σχέση όχι τόσο με τα κρούσματα - γιατί από τη στιγμή που γίνονται σωρηδόν test προφανώς θα είναι υψηλά - αλλά σε σχέση με τον αριθμό των απωλειών ανθρώπινων ζωών. Οδηγούν σε νέα περιοριστικά μέτρα, είτε γενικά όπως συμβαίνει στην Αυστρία, είτε μερικά όπως στην Ολλανδία.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά εάν η τακτική που ακολουθείται θα είναι αποδοτική. Αν θα επανέλθει ή όχι το «φάντασμα» ενός γενικότερου lockdown.
Ο Πρωθυπουργός έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτό κατ' επανάληψη. Λέγοντας ότι θα ληφθούν όλα τα δυνατά μέτρα ώστε να πειστούν οι ανεμβολίαστοι να εμβολιαστούν, αλλά δεν θα περιορίσει ξανά την αγορά και την οικονομία για όλους. Προφανώς είναι σωστή η θέση πως δεν αντέχει η χώρα άλλα καθολικά περιοριστικά μέτρα. Ούτε κοινωνικά, ούτε οικονομικά, ούτε δημοσιονομικά μετά από παρεμβάσεις αξίας 43 δισ. ευρώ σε μία χώρα με υπέρογκο χρέος.
Ο νέος Προϋπολογισμός, άλλωστε, «φωτογραφίζει» αυτή την αδυναμία, αφού η χώρα θα πρέπει να αρχίσει να «παράγει» πλεονάσματα από το 2023, αντιμέτωπη με την «εξέταση» των δανειστών και με την ανάγκη να επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα. Αλλά και με την αγωνία να μην υπάρξουν μόνιμες «ουλές» στην αγορά και στην εργασία από επιχειρήσεις που θα πρέπει να βάλουν – και πάλι – «λουκέτο».
Βεβαίως, το ζήτημα είναι πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ η οποία δεν λαμβάνει αποφάσεις, ούτε σε πολιτικό ούτε σε δημοσιονομικό επίπεδο. Όχι μόνο για το νέο κύμα πανδημίας, αλλά και για το άλλο μεγάλο μέτωπο, αυτό της ακρίβειας.
Η ακρίβεια έχει κάνει αισθητή την παρουσία της και παρά την προσπάθεια που καταβάλλεται από διάφορες πλευρές να φανεί πως είναι κάτι προσωρινό, η πορεία των πραγμάτων δείχνει ότι η ακρίβεια ήρθε για να μείνει τουλάχιστον προς το παρόν. Και για «φτωχά» κράτη, όπως η Ελλάδα, με μεγαλύτερο μερίδιο κατανάλωσης στο διαθέσιμο εισόδημα, το πρόβλημα είναι πιο οξύ και επώδυνο.
Η δίδυμη λοιπόν πλέον κρίση δημιουργεί ένα πολύ δύσκολο παζλ, το οποίο καλούνται να επιλύσουν οι κυβερνήσεις. Χωρίς ωστόσο να έχουν στη «φαρέτρα» τους ποικιλία όπλων και επιλογών.
Ίσως σε αυτό το σημείο να έχει ενδιαφέρον να αναζητήσει κάνεις παραδείγματα στις χώρες όπου το μοντέλο του εμβολιασμού έχει επιτύχει σε πολύ μεγάλο βαθμό π.χ. στην Πορτογαλία. Γιατί λοιπόν οι Πορτογάλοι πείστηκαν και οι Έλληνες ή οι Γερμανοί δεν μπορούν να πειστούν; Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας; Είναι θέμα χειρισμών; Μήπως έχει έρθει η στιγμή να τραβήξουμε μία γραμμή σε όλες τις μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα για να πειστεί ο πληθυσμός; Μήπως πρέπει να γίνει μία άλλη, νέα, διαφορετική επικοινωνιακή προσπάθεια;
Γιατί, από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε και σε πάρα πολλές χώρες όπου επιχειρείται να ασκηθεί πίεση, την κλιμάκωση αντιδράσεων. Μέσα από πορείες αλλά και επεισόδια.
Χρειάζεται λοιπόν πολύ μεγάλη προσοχή στη χάραξη επικοινωνιακών στρατηγικών. Για να μην οδηγηθούμε σε ένα διχασμό που ούτε την πανδημία θα λήξει ούτε προς όφελος των χωρών θα αποβεί. Βεβαίως, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα, δεν είναι μόνο ελληνικό. Αλλά δεν είναι κακό θα παραδειγματιζόμαστε και από κείνους που είναι πιο πετυχημένοι, για οποιοδήποτε λόγο, από μας.