Οι πιο δύσκολες πολιτικά αποφάσεις λαμβάνονται στην αρχή της τετραετίας της κάθε Κυβέρνησης. Ο εν λόγω άγραφος κανόνας ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό. Στην Ελλάδα, ο χρονικός ορίζοντας των εκλογών ορίσθηκε για το 2023 αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι πλέον δεδομένο ότι κινούμαστε προς το τέλος του εκλογικού κύκλου.
Μεταρρυθμιστική ορμή βεβαίως υπήρχε και υπάρχει. Άλλωστε χθες, για μία ακόμα φορά, εκφράστηκαν οι δανειστές με καλά λόγια για την πρόοδο στα προαπαιτούμενα της ενισχυμένης εποπτείας. Μόνο που αυτό ακριβώς είναι και το θέμα στην περίπτωση της Ελλάδος. Η νέα αυτή κρίση βρήκε τη χώρα σε μία στιγμή που επιχειρεί να βγει από το εν λόγω πλαίσιο ειδικής εποπτείας, αλλά και που προσπαθεί να πλησιάσει σε επενδυτική βαθμίδα. Την βρήκε με άλλα λόγια σε «μη κανονικές» συνθήκες.
Εδώ ίσως ταιριάζει και ένας άλλος «κανόνας». Όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο αυξάνονται οι πιέσεις για κάθε είδους παροχές με μέσα στήριξης, επιδοτήσεις και άλλες χρηματοδοτήσεις. Και πάλι όμως η κατάσταση είναι ιδιάζουσα. Γιατί τα λεφτά που διατέθηκαν για μέτρα στήριξης την προηγούμενη 2ετία, σήμερα δεν υπάρχουν, αφού οι εντολές των Βρυξελλών είναι πλέον διαφορετικές ειδικά για κράτη όπως η Ελλάδα. Αλλά και διότι οι (νέου τύπου) όροι διανομής επενδυτικών εργαλείων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης απαιτούν υψηλής ποιότητας και αυστηρών προϋποθέσεων επενδύσεις για να μην υπάρξει «αστοχία»...
Είναι λοιπόν μία περίοδος ειδικών συνθηκών για τη χώρα και, κατά συνέπεια, υψηλής ευθύνης αυτή που διανύουμε. Αλλά και μία περίοδος ισχυρής ανάγκης να ληφθούν οι αποφάσεις - τόσο στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων όσο και στο πεδίο των μέτρων στήριξης και χρηματοδότησης - οι οποίες θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα του συνόλου της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους: από τον πολιτικό κόσμο, την κοινωνία και την αγορά. Άλλωστε, είναι κατανοητό πως αν υπάρξουν «αστοχίες», τότε όλοι θα βιώσουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις επιπτώσεις.