Είναι δεδομένο πια ότι υψηλές τιμές στην αγορά ήρθαν για να μείνουν. Δεν μιλάμε για τις τιμές των καυσίμων και του φυσικού αερίου που ευελπιστούμε κάποτε να καταλαγιάσουν, αλλά για τις πιέσεις που έχουν πλέον προκαλέσει σε όλη την αλυσίδα αγαθών και υπηρεσιών.
Ο τροχός δεν γυρίζει πίσω. Το πιο καλό σενάριο, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι να επιβραδυνθεί από το φθινόπωρο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού πολύ απλά γιατί ο δείκτης θα συγκρίνεται με τα (επίσης αυξημένα) επίπεδα του περυσινού φθινοπώρου. Γιατί, να μην ξεχνάμε, η ταχεία άνοδος τιμών προϋπήρχε του πολέμου. Η κρίση στην ενέργεια και στην εφοδιαστική αλυσίδα είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν.
Μία λοιπόν που ο πληθωρισμός ξαναγίνεται το Νο1 πρόβλημα για το ελληνικό νοικοκυριό ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά κάποια δομικά χαρακτηριστικά του. Πρέπει να μην γελιόμαστε πιστεύοντας ότι η ακρίβεια τώρα δημιουργείται. Ακρίβεια προϋπήρχε για τα δεδομένα της Ελλάδας.
Το ΑΕΠ της χώρας είναι γνωστό ότι υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ λοιπόν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης το 2021 ήταν στο 65% του κοινοτικού μέσου όρου.
Το κόστος ζωής επίσης είναι πιο χαμηλό, αλλά η «ψαλίδα» είναι πολύ μικρότερη: φτάνει στο 82% του μέσου όρου, πάλι με στοιχεία 2021, δηλαδή πριν ξεκινήσει η νέα κρίση. Με άλλα λόγια, σε σχέση με τα λεφτά που έχουμε οι τιμές είναι υψηλότερες και η Ελλάδα είναι στην πράξη φθηνή μόνο για τους Ευρωπαίους τουρίστες.
Τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα αν δούμε τα επιμέρους στοιχεία του κόστους ζωής. Σε πολλές υπηρεσίες όπως είναι κατασκευές ή η παιδεία το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο και από το 80%.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά βασικά αγαθά πωλούνταν - πριν τη νέα λαίλαπα - στην Ελλάδα σε τιμές υψηλότερες του κοινοτικού μέσου όρου. Για παράδειγμα συνολικά ο κλάδος τροφίμων έχει κόστος κατά 4,8% υψηλότερο από την ΕΕ. Οι τιμές στα ψάρια είναι κατά 9,6% πιο υψηλές του μέσου όρου, στο ψωμί και στα δημητριακά κατά 12,2%, στα έλαια κατά 26,9% και στα γαλακτοκομικά κατά 37,4%. Μιλάμε για βασικά είδη διατροφής, γιατί αν το δούμε πιο σφαιρικά η ψαλίδα μεγαλώνει σε άλλα είδη και υπηρεσίες...
Τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά και εκδίδονται από τη Eurostat που μετρά το κόστος ζωής σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Δεν έχει αλλάξει κάτι δραματικά τα τελευταία χρόνια, είναι μία παγιωμένη πραγματικότητα η οποία καθρεφτίζει δομικές αδυναμίες στην ελληνική αγορά. Αδυναμίες που δεν εξαλείφθηκαν όταν η ύφεση και η χαμηλή ζήτηση έδιδε αυτή τη δυνατότητα και τώρα γίνονται πολύ κρίσιμες.
Πρέπει κάποτε αυτές οι πληγές να κλείσουν. Μία αποφασιστική και συνεκτική δράση ελέγχου και παρέμβασης – που θα πρέπει να γίνει πλέον υπό δύσκολες συνθήκες- είναι αναγκαία. Πρέπει αν δεν μπορεί να διορθώσει τη ζημιά που έχει ήδη γίνει, τουλάχιστον να εμποδίσει την κλιμάκωσή της. Γιατί η ζημιά δεν αφορά μόνο την τσέπη του πολίτη, αλλά και την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα.