Καλώς ή κακώς η χώρα έχει ήδη εισέλθει σε προεκλογική περίοδο. Αυτό ήταν ξεκάθαρο άλλωστε και από τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, οι οποίες ήταν καθαρά πολιτικές και προγραμματικές. Ενόψει όμως ακριβώς των εκλογών και όσο το πολιτικό θερμόμετρο θα ανεβαίνει, πλησιάζοντας προς το τέλος της χρονιάς και τις αρχές της κρίσιμης επόμενης, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθούμε ποιες είναι οι ισορροπίες των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα, αλλά και τι γίνεται γύρω μας στην Ευρώπη.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι αυτή τη στιγμή ακόμη και στο πιο ευνοϊκό για την κυβέρνηση σενάριο παραμένει ερωτηματικό και μάλιστα πολύ δύσκολο να απαντηθεί, το αν θα είναι εφικτή η αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες. Οι κυβερνητικοί παράγοντες σε συνεντεύξεις που δίνουν, δεν αρνούνται ότι στην ατζέντα τους υπάρχει πλέον ξεκάθαρα το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Όμως ποιας συνεργασίας; Γιατί βεβαίως, έτσι όπως είναι τουλάχιστον σήμερα διαμορφωμένο το πολιτικό σκηνικό και με την υπόθεση των υποκλοπών, μία κυβέρνηση συνεργασίας με ΠΑΣΟΚ για παράδειγμα δεν προκύπτει...
Όσο για τις πιο μικρές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι κάποια κυβερνητικά στελέχη φροντίζουν να αφήνουν ανοιχτό ένα παράθυρο για συνεργασία, π.χ. με τον κ. Βελόπουλο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει αποκλείσει κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. Άρα; Ή αυτοδυναμία ή αδιέξοδο; Ή μήπως υπάρχουν εκτιμήσεις ότι προ ενός αδιεξόδου τη λύση μπορεί να την δώσουν οι βουλευτές αν όχι τα κόμματα; Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι στις επόμενες κάλπες θα είναι πρώτο κόμμα. Γιατί, διαφορετικά, τα σενάρια και οι συσχετισμοί θα αλλάξουν.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έχει μπροστά της έναν δύσκολο δρόμο. Το ζήτημα είναι πως ο χειμώνας που έρχεται θα είναι εξαιρετικά δύσκολος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η ικανότητα στη διαχείριση της καθημερινότητας και της «τσέπης» θα παίξει μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις που θα πάρουν οι πολίτες στις επόμενες εκλογές. Η κυβέρνηση έχει καταφέρει να βγει σχετικά αλώβητη από τις σημαντικές κρίσεις που αντιμετώπισε η χώρα μέχρι σήμερα, με κυρίαρχη βεβαίως την πανδημία, αλλά και με την νέα κρίση ακρίβειας και ενέργειας. Όμως είναι μάλλον σαφές ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο...
Και εδώ ας δούμε και έναν άλλον ακόμη παράγοντα. Στην Ευρώπη που βιώνει αντίστοιχες με την Ελλάδα συνθήκες σε ό, τι αφορά στην ακρίβεια και στην ενεργειακή κρίση, τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά έχει αρχίσει και παρατηρείται μία σημαντική άνοδος ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Για παράδειγμα στην Ιταλία η ακροδεξιά έχει πάρει τη σκυτάλη από τη Γαλλία, στην οποία λόγω του κ. Μακρόν κάπως διασώζονται μέχρι σήμερα τα πράγματα. Η ακραία λοιπόν κα. Μελόνι, η οποία σαφώς εμφανίζει ευρωσκεπτικιστικές τάσεις και διαθέσεις, θεωρείται ίσως και το απόλυτο φαβορί των επόμενων εκλογών. Την ίδια στιγμή στη Σουηδία το ναζιστικό κόμμα έχει σημαντικότατη θέση στα πολιτικά πράγματα και ισχυρή πολιτική επιρροή. Και βέβαια στην Ευρώπη έχουμε κι άλλα περίεργα μορφώματα να κυβερνούν όπως στην Ουγγαρία του κ. Όρμπαν. Αλλά και στη Γαλλία, μία που την αναφέραμε, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως στις επόμενες εκλογές θα γίνει πλέον κατορθωτό να ανακοπεί η πορεία της κ. Λεπέν.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η Ευρώπη απειλείται από πολιτικές ακρότητες με σαφείς κινδύνους περί πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών και με πολιτικές συνθήκες οι οποίες εάν δεν οδηγούν σε χάος, τουλάχιστον οδηγούν σε πολύ ανησυχητικά φαινόμενα. Και βέβαια όλα αυτά συμβαίνουν προφανώς εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και των συνεπειών του. Όπως και των συνεπειών των μέτρων που έχει λάβει κατά της Ρωσίας η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα οποία πλέον έχουν καταντήσει να είναι κάτι σαν αυτό που λέμε... η Ευρώπη πυροβόλησε τα πόδια της!
Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες που θα επικρατούν γύρω μας θα πρέπει η Ελλάδα να οδηγηθεί στις κάλπες την επόμενη άνοιξη ή στις αρχές του καλοκαιριού. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να απαντηθεί το δίλημμα της κυβερνησιμότητας (ή όχι) από τους πολίτες. Ίσως για αυτό, ας μας επιτρέψει ο κ. Πρωθυπουργός να διαφωνήσουμε μαζί του ως προς το αν θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να αλλάξει ο εκλογικός νόμος. Όχι για να διασφαλίσει η κυβέρνησή του αυτοδυναμία. Στο τέλος της ημέρας αν κέρδιζε ο κ. Τσίπρας ο ίδιος θα είχε το όφελος της αυτοδυναμίας. Η διαφωνία σχετίζεται με την ανάγκη να διασφαλιστεί η κυβερνησιμότητα και να αποφευχθεί, σε κάθε περίπτωση, ένα πολιτικό χάος το οποίο θα μπορούσε να προκύψει από τη μη συναίνεση στην εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής κυβερνητικής λύσης, ακόμη και μετά τις δεύτερες εκλογές.
Αλήθεια έχεις σκεφτεί κανείς το ενδεχόμενο να μη βγάλουν κυβέρνηση ούτε οι δεύτερες κάλπες; Και τι θα συνεπάγεται αυτό;