Aυτές τις μέρες που τα παιδιά ολοκληρώνουν τη μάχη εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, ας ρίξουμε μια ματιά στα δεδομένα του συστήματος Παιδείας. Γιατί, κακά τα ψέματα, όλα τα προηγούμενα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των περικοπών δαπανών διόλου βοήθησαν ένα σύστημα Παιδείας το οποίο ήταν - ούτως ή άλλως - πολύπαθο. Παρά τις πολλές προσπάθειες που έγιναν το τελευταίο διάστημα, αρκετά είναι αυτά που απομένουν να γίνουν για να κλείσουν πληγές δεκαετιών. Άλλωστε η πανδημία άφησε και αυτή το στίγμα της, ειδικά στη γενιά που τώρα δίνει εξετάσεις.
Η Παιδεία δεν είναι μόνο βασικό αγαθό, είναι και το βασικό όπλο για να γίνει η κοινωνία αλλά και η οικονομία καλύτερη. Η ισότιμη πρόσβαση στην Παιδεία και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες της ψηφιακής εποχής παραμένει μία μεγάλη πρόκληση. Ειδικά με δεδομένο ότι υπό τις νέες συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας που διαμορφώνονται ανά την ΕΕ οι φτωχές στην Ελλάδα δαπάνες Παιδείας (που καλύπτουν κυρίως αμοιβές εκπαιδευτικών), δύσκολα θα αυξηθούν. Αλλά και με διαχρονική πραγματικότητα την - πάνω και κάτω το τραπέζι - χρηματοδότηση της εκπαίδευσης των παιδιών από το οικογενειακό περιβάλλον...
Υπάρχουν «ατού» που συνδεονται κυρίως με τον ανθρώπινο παράγονα, με την ισχυρή βούληση για μόρφωση αλλά και με την ψηφιακή στροφή που λαμβάνει χώρα. Αλλά υπάρχουν και αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπισθούν. Ας δούμε τι λένε οι σχετικές μελέτες από την Κομισιόν και από τον ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά στην αναλογία πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (44,2% έναντι 41,2% στην ΕΕ το 2021). Έχει όμως να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά στις χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση (30,5% έναντι 22,5 % στην ΕΕ). Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ποσοστά νέων με χαμηλές επιδόσεις στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ. Ένας στους πέντε μαθητές δεν επιτυγχάνει το ελάχιστο επίπεδο σε κανέναν από τους τρεις θεματικούς τομείς που εξετάστηκαν (μαθηματικά, κατανόηση κειμένου, θετικές επιστήμες). Επιπλέον, και στα τρία μαθήματα, ο αριθμός των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις αυξήθηκε μεταξύ 2009 και 2018, ενώ το ποσοστό των μαθητών με τις καλύτερες επιδόσεις για την ίδια περίοδο μειώθηκε. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το μεταναστευτικό υπόβαθρο επηρεάζουν σημαντικά τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Σχεδόν οι μισοί μαθητές από το χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο ή με μεταναστευτικό υπόβαθρο δεν διαθέτουν βασικές δεξιότητες κατανόησης κειμένου σε σύγκριση με μόλις έναν στους επτά μαθητές από το υψηλότερο τεταρτημόριο.
Ο αντίκτυπος φαίνεται και στην αγορά εργασίας λέει η Κομισιόν: Στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης (62,6% έναντι 73,1%) και στο σταθερά υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (9,2 % έναντι 2,8 %) και των νέων που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης (17,2% έναντι 13,1%). Επίσης, οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Από την άλλη πλευρά, «η Ελλάδα έχει καταρτισμένους και αφοσιωμένους εκπαιδευτικούς, αλλά το 2021 περισσότεροι από τους μισούς ήταν άνω των 50 ετών», λέει η Κομισιόν και περιγράφει την προσπάθεια των προηγούμενων ετών από την κυβέρνηση που «προσπάθησε να προετοιμαστεί για την πρόκληση της έλλειψης εκπαιδευτικού προσωπικού διορίζοντας, την τελευταία διετία, 25.000 μόνιμους εκπαιδευτικούς και ακόμη μεγαλύτερο αριθμό αναπληρωτών με νέο σύστημα μοριοδότησης. Εξηγεί μάλιστα πως «οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς, σε σύγκριση και με άλλους επαγγελματίες με παρόμοια προσόντα» αλλά παρ όλα αυτά «το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ελκυστικό όσον αφορά τις ώρες διδασκαλίας και το χαμηλό ποσοστό μαθητών ανά διδακτικό προσωπικό».
Ελπιδοφόρο είναι επίσης, πως το ποσοστό των νέων ηλικίας 16 έως 19 ετών που διαθέτουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες είναι υψηλό στην Ελλάδα (στο 89 %, έναντι μέσου όρου 69 % σε επίπεδο ΕΕ) με σημαντική πρόοδο το τελευταίο διάστημα μέσα από την ψηφιακή στροφή που έγινε το καιρό της πανδμίας. Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό των νέων ηλικίας 15 ετών που είναι σε θέση να διακρίνουν σαφώς τα γεγονότα από τις απόψεις κατά την αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο είναι κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (40,5 % στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 47 %) και στο σημείο αυτό «υπεισέρχεται και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών» αναφέρεται σε μελέτη της Κομισιόν.
Αρα υπάρχουν στοιχεία προόδου, υπάρχουν πλεονεκτήματα. Αλλά, η μάχη για μία καλύτερη και (κυρίως) συμπεριληπτική παιδεία δεν έχει ακόμη κριθεί. Είναι σημαντικό για την πρόοδο της χώρας να γίνουν τα επόμενα αναγκαία βήματα που θα πάνε μπροστά όχι μόνο την ελληνική κοινωνία, αλλά και την οικονομία αφού, καθώς το παραγωγικό κενό μεδενίζεται, η ανάγκη για ειδικευμένο και ποιοτικό εργατικό δυναμικό θα συνιστά όλο και πιο ισχυρή πρόκληση.