Όταν για πάρα πολλά χρόνια, λόγω της μνημονιακής κρίσης, οι τιμές δεν μεταβάλλονταν διότι, πολύ απλά, ήταν χαμηλή η ζήτηση, μία σειρά από προβλήματα προκλήθηκαν. Πέρα από τα προφανή, έγινε έντονη η προσμονή του επιχειρηματικού κόσμου για μελλοντική άνοδο του τζίρου και των κερδών, ενώ τέθηκε σε αδράνεια το σύστημα που πρέπει να εποπτεύει τις τιμές στην αγορά. Από το 2019 και μετά όμως άρχισε η ανάπτυξη και μετά ήρθε η πολλαπλή κρίση τιμών (στο πεδίο της ενέργειας, των εμπορευμάτων κλπ).
Τώρα, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από επιπτώσεις που προκαλούν οι ανατιμήσεις. Άλλες είναι δικαιολογημένες άλλες όχι. Ένα μέρος τους προέρχεται από την υπερθέρμανση της οικονομίας (λόγω δηλαδή της ανάπτυξης και της αυξημένης χρήσης παραγωγικών συντελεστών). Ένα άλλο μέρος είναι αποτέλεσμα των εξωγενών, των διεθνών αυτών κρίσεων. Υπάρχει και ένα άλλο μέρος που συνδέεται με το πάγιο «αγκάθι» του ελληνικού εξωτερικού ισοζυγίου: με το μεγάλο όγκο εισαγόμενων και ταχέως ανατιμώμενων αγαθών τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν πλέον υπό δυσκολότερες συνθήκες, όσο θα αυξάνονται οι ανάγκες και η ζήτηση για εξοπλισμό, για πρώτες ύλες, για ενδιάμεσα και καταναλωτικά αγαθά λόγω της ανάπτυξης και των αυξημένων επενδύσεων.
Η προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση και τα μέτρα που έχει προαναγγείλει για να συγκρατηθούν τα υπερκέρδη είναι εμφανής. Εκτείνεται από τα «καλάθια» του νοικοκυριού και τις κανονιστικές παρεμβάσεις στο περιθώριο κέρδους, έως τις παρεμβάσεις στήριξης των εισοδημάτων αλλά και τις πολύ αυστηρές προειδοποιήσεις/κυρώσεις για όσους προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν.
Η μάχη όμως αυτή θα είναι δύσκολη γιατί, όπως είπαμε, τα δεδομένα διαμορφώνονται εδώ και χρόνια. Και θα πρέπει η μάχη να δοθεί σε μία αγορά κατακερματισμένη και λόγω της νησιωτικότητας και γενικότερα λόγω της ιδιαίτερης χωρικής διάρθρωσης. Ωτόσο, είναι μία μάχη η οποία θα κρίνει πολλά και για τον επιχειρηματικό κόσμο τον ίδιο, για αυτό θα πρέπει να βάλει «πλάτη» κατανοώντας ποιο είναι και το δικό του συμφέρον. Να λάβει τις τιμολογιακές του αποφάσεις όχι μόνο με κοινωνικά κριτήρια και με ευθύνη, αλλά και με το βλέμμα στο μέλλον.
Να δούμε τι λένε οι αριθμοί. Η ακρίβεια συνεχίζει να υπάρχει από τον παραγωγό και το χωράφι έως το ράφι. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Ιούλιο παρουσίασε μείωση 8,6% κυρίως λόγω των ενεργειακών αγαθών όταν στη βιομηχανία τροφίμων η άνοδος έφτασε στο 16,4%. Τα στοιχεία για τον όγκο πωλήσεων και για τον κύκλο εργασιών στο χονδρεμοπόριο δείχνουν πως από το 2021 έως σήμερα είχαμε άνοδο περίπου 23% στον όγκο πωλήσεων και πάνω από 50% στο τζίρο. Δηλαδή καταγράφεται μία αύξηση της τάξης του 30% στις τιμές. Αλλά και στον όγκο λιανικών πωλήσεων είχαμε τον Ιούνιο μείωση και στο τζίρο κατά 1% και στον όγκο πωλήσεων κατά 7,6%, δηλαδή πλέον η ακρίβεια χτυπά όχι μόνο στο πόσα προϊόντα πωλούνται, αλλά και στο πως μεταβάλλονται τα έσοδα των επιχειρήσεων (που παύουν να κερδίζουν από την ακρίβεια).
Να πούμε βεβαίως πως ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξάνεται με πολύ πιο βραδύ ρυθμό από ότι στην ΕΕ. Αλλά, ειδικά στα τρόφιμα η αύξηση είναι διψήφια. Σε μία χώρα λοιπόν που (παρά τις τελευταίες αυξήσεις μισθών) απέχει πολύ από την εισοδηματική σύγκλιση και άρα έχει υψηλό αντιληπτό πληθωρισμό, η πίεση αυτή ηχεί πολλά καμπανάκια. Είναι πολύ πιο πιθανό να έχει επίδραση στην καταναλωτική συμπεριφορά, δηλαδή στον όγκο πωλήσεων.
Βεβαίως, η συγκράτηση της ζήτησης μέχρι ενός σημείου είναι αναγκαία για να συγκρατηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Από κει και πέρα ωστόσο η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης είναι αυτή που κινεί την οικονομία (μαζί προφανώς με τις επενδύσεις και με τις εξαγωγές). Άρα, οι κινήσεις που θα γίνουν το επόμενο διάστημα θα έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία για το κατά πόσο θα συνεχίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να ευημερούν. Είναι κάτι που θα πρέπει να το καταλάβουν και οι ίδιες οι εταιρείες όταν αποφασίζουν τις κινήσεις τους όχι μόνο προς το εσωτερικό, αλλά και προς τα «έξω».
Με άλλα λόγια, η διαμόρφωση ανταγωνιστικών τιμών στα προς εξαγωγή αγαθά (είτε είναι εμπορεύσιμα είτε μη εμπορεύσιμα δηλαδή υπηρεσίες με επίκεντρο την τουριστική βιομηχανία) είναι πολύ μεγάλο στοίχημα. Όλες οι χώρες θα δίνουν αυτή τη μάχη τους επόμενους μήνες. Ανάλογα με την επιτυχία ή όχι του εν λόγω εγχειρήματος, θα γίνει η αναδιαμόρφωση του ανταγωνιστικού χάρτη σε κάθε χώρα και σε κάθε τομέα.