Αυτό που έγινε σαφέστατο κατά την ανακοίνωση του προσχεδίου Προϋπολογισμού του 2024 είναι πως η επίτευξη των στόχων που τέθηκαν για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι γραμμένοι στην πέτρα. Τι θα κάνουμε, οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν, αλλά και οι θεσμοί παρακολουθούν αφού την επομένη της κατάθεσης του Προσχεδίου στη Βουλή, είχαν προγραμματίσει να είναι στην Αθήνα, για να αποτιμήσουν τις πολιτικές και τους στόχους που τίθενται….
Βεβαίως είναι πάρα πολύ σημαντικό και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι και φέτος, παρά τα επιπλέον βάρη που προκάλεσαν οι φυσικές καταστροφές (δημοσιονομικά αλλά και στο ΑΕΠ), η κυβέρνηση θεωρεί εξαιρετικά πιθανό να ξεπερασθεί σημαντικά ο στόχος για φορολογικά έσοδα, κατά 5,6 δισ. ευρώ περίπου. Ο λόγος για μία επίδοση που τροφοδότησε και τα μέτρα στήριξης αλλά και τα πλεονάσματα και την (εντυπωσιακή) μείωση του χρέους.
Είναι επίσης σημαντικό πως αυτή η υπέρβαση οφείλεται μεν σε έναν βαθμό στον πληθωρισμό, και στην έκτακτη εισφορά των διυλιστηρίων (630 εκατ. ευρώ), αλλά κυρίως προκύπτει από την ανάπτυξη και από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Η αύξηση του τζίρου στον τουρισμό που «φλερτάρει» με τα 20 δισ. ευρώ φέτος (με πρόβλεψη για 21 δισ. το 2024) από μόνη της βοήθησε, αλλά και η άνοδος των μισθών εκτιμάται πως οδήγησε σε συγκράτηση της επιβράδυνσης στην ιδιωτική κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το μέτωπο της του λεγόμενου «κενού ΦΠΑ», της παλιάς μεγάλης πληγής, η οποία φαίνεται ότι - επιτέλους - αρχίζει τα κλείνει. Φέτος υπολογίζεται από το ΥΠΕΘΟ στο 15% περίπου των δυνητικών εσόδων, από 23,5% προ 4ετίας, ενώ στο τέλος της τρέχουσας τετραετίας στόχος είναι να συγκλίνει με τον μέσο όρο της ΕΕ υποχωρώντας στο 9%. Αυτή η μείωση σημαίνει 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα μέχρι στιγμής και άλλα 2 δισ. ευρώ στο τέλος της διαδρομής. Ο λόγος για ποσό που θα έρχεται κάθε χρόνο στα κρατικά ταμεία και για το οποίο υπάρχει η πολιτική δέσμευση ότι από τη στιγμή που θα καλύπτεται στο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων (τα οποία είπαμε είναι γραμμένα στην πέτρα), θα επιστρέφει στην οικονομία. Θα διανέμεται σε πολίτες και σε επιχειρήσεις μέσα από μέτρα στήριξης, ελαφρύνσεις φόρων και εισφορών και άλλες παρεμβάσεις. Άλλωστε, αυτό συνέβη και φέτος με τα λεφτά βεβαίως κυρίως να καλύπτουν τις ανάγκες των κλιματικών καταστροφών.
Άρα, η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι ένας πολύ σημαντικός στόχος. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί ότι μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,1% του ΑΕΠ φέτος και στο 2,1% το 2024 γιατί εκτιμά πως θα αναπτυχθεί ταχύτερα: κατά 2,3% φέτος και κατά 3% το 2024. Η ανάπτυξη αυτή δεν συνδέεται μόνο με τον τουρισμό, αλλά και με άλλους στόχους για σημαντική άνοδο των εξαγωγών (από 2,7% φέτος σε 6,3% το 2024) και – κυρίως – των επενδύσεων: αυξήθηκαν το 2022 κατά 11,7%, φέτος κατά 8,3% και το 2024 αναμένεται άνοδός τους κατά 12,1%.
Για να υπάρξει λοιπόν αυτή η διψήφια επενδυτική άνοδος πρέπει στην πραγματική οικονομία να φτάσουν τα λεφτά από την ΕΕ, αυτά τα 36 συν 26 δισ. ευρώ.
Τούτο είναι ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η Ελλάδα γιατί τα στοιχεία του Προσχεδίου Προϋπολογισμού δείχνουν πως φέτος υπήρξε μία σημαντική «διόρθωση» στόχων. Δηλαδή ο αρχικός στόχος ήταν να διανεμηθούν 3,66 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και αναθεωρήθηκε σε 2,07 δισ. ευρώ. Για το 2024 ο στόχος είναι ξανά υψηλός, στα 3,62 δισ. ευρώ και το ΥΠΕΘΟ στο προσχέδιο ανάγει την «έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων» του Ταμείου Ανάκαμψης σε ένα από τα ατού αλλά και τους κινδύνους που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία. Μάλιστα, μαζί με λίγες άλλες παραμέτρους όπως είναι μία ευνοϊκότερη του αναμενομένου εξέλιξη της τουριστικής κίνησης ή η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα κονδύλια της ΕΕ είναι ανάμεσα στα λίγα μέτωπα που είναι σε μεγάλο βαθμό «εγχωρίως» ελεγχόμενα. Γιατί υπάρχουν και τα «εξωγενή» μέτωπα που εκτείνονται από την κλιματική κρίση και την πληθωριστική-ενεργειακή κρίση, έως τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις.