Τα παιδιά δεν θρέφονται μόνο με βρεφικό γάλα, υπάρχει και το γάλα μακράς διαρκείας. Πωλείται λοιπόν 1,78 ευρώ το λίτρο στην Ελλάδα, αλλά και 1,13 ευρώ στην Ισπανία και στην Ιταλία, 1,04 ευρώ στην Πορτογαλία και 1,63 ευρώ στη Γαλλία. Κι αν για το γάλα μπορεί να ειπωθεί ότι επιδρούν και άλλοι παράγοντες στη διαμόρφωση τιμών, ας πάρουμε ένα πιο μαζικό βασικό αγαθό στο οποίο η Ελλάδα έχει προνομιακή θέση ως παραγωγός: το ελαιόλαδο πωλείται προς 11,6 ευρώ το λίτρο στην Ελλάδα, προς 10,15 ευρώ στην Ισπανία και προς 10,95 ευρώ στην γειτονική Ιταλία, στην οποία συνήθως το εξάγουμε «χύμα» εδώ και δεκαετίες... Όλα αυτά από τη σύγκριση τιμών με ΦΠΑ του ΙΕΛΚΑ.
Ναι, οι φόροι στην Ελλάδα είναι υψηλοί και προφανώς επιτείνουν το πρόβλημα. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής την τελική τιμή πληρώνει. Άσε που ο καταναλωτής στην Ελλάδα δεν έχει μισθούς Γαλλίας, ούτε καν Ιταλίας. Να θυμίσουμε (στοιχεία Eurostat 2022) πως ο μέσος καθαρός μισθός ετησίως για έναν άγαμο στην Ελλάδα (παρά τις αυξήσεις που έγιναν) είναι στα 15.335 ευρώ, στην Γαλλία τα 30.053 ευρώ και στην Ιταλία στα 24.102 ευρώ.
Μεγάλη λοιπόν η «ψαλίδα» στους μισθούς, στην τιμές πάλι όχι. Το πρόβλημα υπάρχει και είναι μεγάλο. Δεν είναι μόνο οι ανατιμήσεις των τελευταίων μηνών, είναι και η δομή της αγοράς που διαχρονικά προκαλεί αυτές τις στρεβλώσεις οι οποίες φαίνονται πιο πολύ στην - χαμηλών εισοδηματικών «αντοχών» - ελληνική αγορά .
Έτσι εξηγείται ένα άλλο «φαινόμενο» που καταγράφεται κάθε μήνα στις μετρήσεις του οικονομικού κλίματος: ο αντιληπτός πληθωρισμός. Στο ερώτημα λοιπόν αν τους τελευταίους 12 μήνες είδατε «μεγάλη άνοδο τιμών» οι Έλληνες απάντησαν τον Δεκέμβριο «ναι» κατά 80,07% και κατά μέσο όρο οι Ευρωπαίοι κατά 53,91%. Στο αν είδαν απλά άνοδο οι Έλληνες απάντησαν «ναι» σε ποσοστό 12,37% και στην ΕΕ 26,5. Κατά συνέπεια, στασιμότητα/πτώση είδε το υπόλοιπο 7,55% των Ελλήνων και το 19,6% των Ευρωπαίων (στοιχεία Κομισιόν για Δεκέμβριο). Μεγάλη λοιπόν η «ψαλίδα» στον αντιληπτό πληθωρισμό. Αλλά και το ΙΟΒΕ χθες αναλύοντας τα ίδια στοιχεία για το προσεχές 12μηνο αποτυπώνει ισχυρές πληθωριστικές προσδοκίες με το 51% των Ελλήνων καταναλωτών να αναμένει άνοδο τιμών είτε με τον ίδιο είτε με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Τα παραπάνω στοιχεία συγκυρίας για τις τιμές είναι μεν δυσοίωνα αλλά, δίνουν και μία... διέξοδο, δείχνουν πως υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας. Το ένα στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη αυτού το «παραθύρου» είναι οι ίδιες οι μετρήσεις για το κλίμα: δείχνουν πως το πρόβλημα τον Δεκέμβριο παρέμεινε οξύ μεν αλλά ελαφρά πιο ήπιο στο πως γίνεται αντιληπτό από τον πολίτη. Επίσης για να είμαστε ξεκάθαροι, τα συνολικά νέα από το οικονομικό κλίμα είναι πολύ καλά, το 2023 έκλεισε (παρά την νέα οριακή μείωση του γενικού δείκτη) στην υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 15 ετών και με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να είναι βελτιωμένη σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε δηλαδή μία οικονομία η οποία δείχνει να αντέχει και να διατηρεί την αισιοδοξία της. Προφανώς ο Δεκέμβρης «βοηθά» γιατί είναι ένας μήνας πληρωμών επιδομάτων, δώρων και έτσι το κλίμα βελτιώνεται, ο φόβος για το κόστος του ρεύματος καταλάγιασε και το θέμα «ακρίβεια» σιγά σιγά γίνεται αποδεκτό ως κατάσταση. Γίνεται αποδεκτό αλλά δεν εκλείπει.
Πέρα από τους αριθμούς και τις μετρήσεις, υπάρχει και η... πράξη. Το παράθυρο ευκαιρίας συνδέεται και με τις κινήσεις της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως την κρισιμότητα της κατάστασης, με βάση τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες και με τις πρωτοβουλίες που δρομολογούνται για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Υπάρχει η πρόθεση να γίνουν παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν την κατάσταση, που θα αλλάξουν το σκηνικό. Η ακρίβεια δεν είναι άλλωστε πρόβλημα μόνο για το καλάθι του νοικοκυριού, αλλά και για την πορεία της αγοράς εν γένει (αν οδηγήσει σε ένα σπιράλ ανόδου μισθών – τιμών), αλλά και για το συνολικό πολιτικό κλίμα που γίνεται όλο και πιο σημαντικό καθώς ζυγώνουν οι Ευρωεκλογές.
Μόνο που για να λυθεί το πρόβλημα, απαιτείται η συνεισφορά όλων. Όχι μόνο του κράτους/δημοσίου αλλά και των θεσμών και του ιδιωτικού τομέα. Γιατί μιλάμε για ένα πρόβλημα που συνδέεται όχι μόνο με τη διεθνή κρίση ή με κρούσματα κερδοσκοπίας, αλλά και με δομικές και διαχρονικές στρεβλώσεις που ήταν για χρόνια σε «ύπνωση» λόγω των οικονομικών κρίσεων και ενεργοποιήθηκαν ξανά μετά τις πρόσφατες διεθνείς κρίσεις.