Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τα ιδιωτικά ασφάλιστρα υγείας προφανώς είναι καλοδεχούμενη και απολύτως αναγκαία. Προφανώς ο δείκτης -βάση του οποίου όλα τα τελευταία χρόνια η ασφαλιστικές προέβαιναν σε συνεχείς και μεγάλες ανατιμήσεις- δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι η βάση μέτρησης. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν έπρεπε να είναι κριτήριο ο «Ενιαίος Δείκτης Υγείας – ΕΔΥ» του ΙΟΒΕ. Και τούτο όχι γιατί η μέτρηση είναι λάθος, αλλά γιατί ποτέ – μέχρι σήμερα – δεν ζητήθηκε πέρα από την «λογιστική»... καταμέτρηση και δομικός έλεγχος του γιατί υπάρχουν αυτές οι (πολύ μεγάλες) αυξήσεις στις πραγματικές δαπάνες και αποζημιώσεις που πληρώνουν οι ασφαλιστικές για τις παροχές υγείας. Αυξήσεις που νομιμοποιούν τόσα χρόνια τις τόσο μεγάλες αναπροσαρμογές ασφαλίστρων.
Τι δείχνει η Eurostat: στην Ελλάδα καταγράφεται σταθερά άνοδος φωτιά στα ιδιωτικά ασφάλιστρα υγείας. Είναι η 1 η ή άντε η 2 η πιο ταχεία άνοδος στην ΕΕ, φτάνει στο 14% και φέτος και πέρυσι, και είναι διπλάσια της μέσης ανόδου κόστους ασφαλίστρων σε επίπεδο Ευρωζώνης.
Προφανώς λοιπόν κάτι τρέχει εδώ και καιρό στον εν λόγω κλάδο και δεν πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει ο καταναλωτής – ασφαλισμένος το «μάρμαρο». Ειδικά σε μία περίοδο κατά την οποία δίδεται μάχη για να μην μειωθεί και άλλο το διαθέσιμο εισόδημα αλλά και ενώ είναι ζητούμενο να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις ασφαλιστικές εταιρείες όχι μόνο για συμβόλαια ζωής αλλά και για ένα μεγάλο εύρος υπηρεσιών που εκτείνεται από τις φυσικές καταστροφές έως τη διασφάλιση επαρκών συντάξεων στο μέλλον.
Να πούμε όμως ότι η ζημιά έχει ήδη γίνει στις τσέπες των νοικοκυριών. Ιδιαίτερα στα ισόβια συμβόλαια, οι ανατιμήσεις που έγιναν όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν υπέρογκες. Και στην άποψη ότι μπορεί ο πελάτης/ ασφαλισμένος να επιλέξει άλλο πάροχο, να σπάσει δηλαδή το συμβόλαιό του, ο αντίλογος είναι προφανής: αν ο ασφαλισμένος έχει εν τω μεταξύ αποκτήσει να πρόβλημα υγείας (γιατί τι να κάνουμε, όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος βγάζει «βλάβες»), τότε όχι, δεν μπορεί να το σπάσει. Είναι εγκλωβισμένος να πληρώνει ένα υπέρογκο ποσό, προφανώς αν μπορεί. Αλλιώς τα λεφτά που έχει ήδη δώσει απλά πάνε χαμένα και μετανιώνει που δεν τα έβαλε απλά στην «άκρη» για μία δύσκολη στιγμή.
Άρα δεν φτάνει μόνο να σταματήσουν οι υπερβολικές ανατιμήσεις. Πρέπει να γίνει και έλεγχος και να επανέλθουν οι τιμές σε συμβόλαια που έγιναν υπέρογκες/μη αιτιολογημένες αυξήσεις. Όπως επίσης πρέπει να γίνει σε βάθος έλεγχος σε όλα αυτά τα κόστη νοσηλείας.
Και κάτι άλλο επίσης πολύ σημαντικό: θα πρέπει να διασφαλιστούν οι συνθήκες αποζημίωσης των ασφαλισμένων. Να διασφαλιστεί δηλαδή ότι όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή που έχουν ανάγκη την νοσηλεία και την αποζημίωση, αυτή θα έρχεται σε λογικούς χρόνους και με λογικές διαδικασίες χωρίς «παραθυράκια» και δίχως λόγους για περικοπές. Γιατί «ακούγονται» και τέτοια κρούσματα στην αγορά και είναι έτσι κρίσιμο να ενισχυθεί η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης του ασφαλισμένου σε μηχανισμούς καταγγελίας τέτοιων φαινομένων. Ώστε αν έχει στοιχεία, να βρίσκει το δίκαιό του αλλά και (με τα στοιχεία αυτά) να υπάρχει ισχυρότερη και πιο αποτελεσματική εποπτεία στον κλάδο, μία εποπτεία που θα βοηθήσει και στη δική του ανάπτυξη.