Η Ελλάδα αποφάσισε να ενταχθεί (και πάσχισε μία περίοδο να παραμείνει) στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους (δηλαδή, για την ενιαία αγορά και για την πρόσδεση σε ένα κοινό νόμισμα που θα έφερνε σταθερότητα, ανάπτυξη και ευημερία), αλλά και για προφανείς γεωπολιτικούς λόγους. Για τους ίδιους λόγους που δεκαετίες τώρα η χώρα μας, επιδίδεται ετησίως (και ανεξαρτήτως κρίσεων, λιτότητας, υστέρησης σε όρους πραγματικής σύγκλισης και άλλων δεινών) σε υπέρογκες αμυντικές δαπάνες. Ο λόγος για δαπάνες που είναι σε μεγάλο βαθμό λειτουργικές, αλλά και επενδυτικές (με την έννοια, όμως, όχι της παραγωγής, αλλά των εισαγωγών αμυντικού υλικού).
Οι προβλέψεις αμυντικών δαπανών για το 2025 σύμφωνα με τον Ελληνικό Προϋπολογισμό είναι 6,06 δισ. ευρώ και περιλαμβάνουν την κάλυψη των αμοιβών του ένστολου προσωπικού και άλλων λειτουργικών δαπανών, αλλά και 2,5 δισ. ευρώ για το κόστος υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων. Οι εν λόγω δαπάνες, λοιπόν, ξεπερνούν το 2,5% του ΑΕΠ και είναι οι πιο υψηλές στην Ευρώπη. Αν προστεθούν και οι συντάξεις του προσωπικού, αξίας 1 δισ. ευρώ περίπου, τότε ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ, είναι δηλαδή, πολύ πιο πάνω από το στόχο του 2% του ΑΕΠ που θέτει το ΝΑΤΟ και δεν «πιάνει» η Ευρώπη στο σύνολό της.
Η πρόεδρος της Επιτροπής ανακοίνωσε ένα πλαίσιο παρεμβάσεων για να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της άμυνας στην Ευρώπη, αφήνοντας πολλά προς διευκρίνιση. Είναι εφικτή, ωστόσο, μία πρώτη ματιά για το τι είναι στο τραπέζι και για το τι σημαίνει ειδικά για τις ανάγκες της Ελλάδας. Δηλαδή, για ένα μικρό κράτος με πολύ μεγάλους αμυντικούς κινδύνους (και εξίσου μεγάλες ανάγκες) και με ένα πολύ αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο λόγω του (υψηλότατου ακόμη) χρέους που πρέπει να μειωθεί και παρακολουθούν στενά οι αγορές (με επόμενη αξιολόγηση την Παρασκευή από την DBRS).
Το πιο βασικό εύρημα είναι το τι δεν είναι διαθέσιμο στο «τραπέζι» των συζητήσεων και θα ωφελούσε πολύ την Ελλάδα αν υπήρχε (όπως και κάθε υπερχρεωμένο κράτος): δεν μιλά κανείς για νέο κοινό δανεισμό της ΕΕ ή για όποια άλλη κοινή πρωτοβουλία που δεν θα «χτυπά» στο χρέος. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.
Η ρήτρα
Ας ξεκινήσουμε από την πρόταση που είναι σχετικά πιο ξεκάθαρη (γιατί ήδη προβλέπεται από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες): τις ρήτρες διαφυγής. Το Άρθρο 25 των νέων δημοσιονομικών κανόνων (Κανονισμός 2024/1263) προβλέπει τη Γενική ρήτρα διαφυγής για όλα τα κράτη (για την οποία δεν έχει γίνει κανένας λόγος) και το Άρθρο 26 τις Εθνικές ρήτρες διαφυγής για τις οποίες… ετοιμαζόμαστε.
Ορίζεται πως οι Εθνικές Ρήτρες επιτρέπουν σε κράτος μέλος να αποκλίνει από την πορεία των καθαρών δαπανών «όταν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου του κράτους - μέλους έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του» και αν «η εν λόγω απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών». Άρα, αυτές οι ρήτρες ενεργοποιούνται ανά κράτος και ανάλογα με την κατάστασή του. Η Πρόεδρος διευκρίνισε προς το παρόν μόνο πως θα προταθεί η ενεργοποίησή τους «με συντονισμένο τρόπο» που θα οδηγήσει τα κράτη μέλη να αυξήσουν «κατά μέσο όρο» τις αμυντικές δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ τους με όφελος 650 δισ. ευρώ σε περίοδο 4 ετών.
Η Κομισιόν, λοιπόν, ανακοίνωσε την πρόθεση ενεργοποίησής της «εθνικής ρήτρας διαφυγής» με πολλά θολά σημεία, αλλά και με ένα δεδομένο: το όποιο περιθώριο θα δοθεί, θα συνδέεται μόνο με την αύξηση των δαπανών, αλλά αν αυτή η ελαστικότητα οδηγήσει το κράτος σε επιπλέον δαπάνες, αυτές θα προσμετρώνται κανονικά στο χρέος, όπως έγινε και τον καιρό της πανδημίας.
Υπάρχει μία επιπλέον διαφορά σε σχέση με την πανδημία και με την τότε γενική ρήτρα διαφυγής: οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι διαφορετικοί τώρα. Εν αντιθέσει, λοιπόν, με την πανδημία, η εξαίρεση που δημιουργεί τώρα η ρήτρα διαφυγής δεν αφορά στη δαπάνη, αλλά στην αύξησή της. Και αυτό γιατί δεν κρίνεται το κράτος από τα πρωτογενή πλεονάσματα/ελλείμματα, αλλά από το νέο δείκτη «κλειδί» της ετήσιας ανόδου των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα αποκτήσει το δικαίωμα της εθνικής ρήτρας διαφυγής, θα μπορεί να εξαιρέσει τα ποσά των ετήσιων μεταβολών των αμυντικών δαπανών.
Για τι ποσά μιλάμε; Οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 860 εκατ. ευρώ το 2025, κατά επιπλέον 480 εκατ. ευρώ το 2026 και κατά επιπλέον 160 εκατ. ευρώ το 2027 σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ και θα μείνουν σταθερές το 2028. Αυτά είναι τα «λεφτά» που μπορεί να «κερδίσουμε» αν η συμφωνία για το πώς θα γίνει η ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής έχει αίσιο αποτέλεσμα για την Ελλάδα. Ακόμη, πάντως, το αποτέλεσμα δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αφού υπάρχει μεν το πλαίσιο των ανακοινώσεων, αλλά με πολλά ερωτήματα και πολλά σενάρια που έρχονται στη δημοσιότητα για το τι επιθυμούν τα κράτη της Ευρώπης. Ακούμε, λοιπόν, για αναδόμηση των συμμαχιών ανά την ΕΕ από τον «κλασικό» Βορρά – Νότο σε έναν νέο άξονα ανάμεσα σε κράτη όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ελλάδα (!) που θέλουν να δοθεί το περιθώριο μόνο σε όσους δίνουν ήδη πολλά για άμυνα και σε κράτη που θέλουν δημοσιονομική ευελιξία μόνο για όσους δίνουν λίγα (πχ η Ιταλία και η Ισπανία). Ακούγεται και για καθολική εφαρμογή της ρήτρας για όλα τα κράτη, αλλά με πιο αυστηρούς όρους/δημοσιονομικούς περιορισμούς για όσα έχουν υψηλό χρέος. Ή για παρέμβαση που θα αλλάζει και τον κανόνα που αποφασίσθηκε το 2024 για να «βολεύει» ισχυρές χώρες όπως η Γαλλία που δεν θέλουν εξαίρεση μόνο για την ετήσια μεταβολή των δαπανών, αλλά για όλη την επιπλέον δαπάνη (κάτι που είναι επωφελές και για την Ελλάδα). Αλλαγή των κανόνων φαίνεται πως ζητά και η Γερμανία. Προφανώς, η ασάφεια είναι μέρος της προσπάθειας για πολιτικό συμβιβασμό, έναν συμβιβασμό που επιχειρείται να έρθει πολύ γρήγορα.
Να σημειωθεί πως το ποσό που θα προκύψει από μία πιθανή εξαίρεση αύξησης των αμυντικών δαπανών από τον σχετικό στόχο, θα μπορεί να το διαθέσει η χώρα για νέες αμυντικές δαπάνες ή για μία άλλη παρέμβαση που θα εγκριθεί ως αναγκαία και σκόπιμη για να καλύψει σοβαρές ανάγκες. Για παράδειγμα, να καλύψει ανάγκες για κρίσιμες κοινωνικές υποδομές όπως είναι τα νοσοκομεία και η στέγαση ή για την ενίσχυση κρίσιμων κοινωνικών πεδίων (πχ με μία παρέμβαση στην φορολογία εισοδήματος που θα ευνοεί την αύξηση της συμμετοχής και την προσέλκυση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού).
Προφανώς, είναι καλοδεχούμενη κάθε «ελάφρυνση» για την χώρα μας. Αλλά η ρήτρα διαφυγής ως έχει, δίνει λίγα, δεδομένων των πολύ μεγάλων αναγκών που υπάρχουν. Βεβαίως, το ίδιο πρόβλημα έχουν και άλλες χώρες της ΕΕ και έτσι, οι πιέσεις αυξάνονται. Και μένει να φανεί πώς μπορεί να αλλάξει ακόμη και το κανονιστικό πλαίσιο για να διευκολυνθεί μία άμεση άνοδος των αμυντικών δαπανών.
Τα δάνεια και το ΕΣΠΑ
Πέρα από τη ρήτρα, υπάρχουν και τα δάνεια που έπεσαν στο τραπέζι. Προς το παρόν, η συζήτηση στο οικονομικό πεδίο κινείται γύρω από τα υφιστάμενα εργαλεία, με επίκεντρο τις δεξαμενές δανείων (που προφανώς επίσης χτυπούν στο χρέος). Κάποια ονοματίζονται στην πρόταση της Προέδρου, κάποια απλά συζητούνται ατύπως. Στο πακέτο προτάσεων περιλαμβάνεται αναβαθμισμένος ρόλος για τα επιχειρηματικά δάνεια της ΕΤΕπ, αλλά και αναγγέλλεται νέο ταμείο που θα παράσχει δάνεια 150 δισ. ευρώ για επενδύσεις στην άμυνα με βάση το άρθρο 122 της Συνθήκης της ΕΕ (πρόβλεψη για έκτακτες καταστάσεις).
Στο ερώτημα από πού θα βρεθούν αυτά τα 150 δισ. ευρώ των δανείων που ανακοινώθηκαν από την Πρόεδρο, δεν δόθηκε διευκρίνηση στις ανακοινώσεις της Τρίτης. Πάντως, με βάση προηγούμενες τοποθετήσεις αξιωματούχων της ΕΕ (που μένει να φανεί αν θα γίνουν αποδεκτές από την Κομισιόν), ως μία πηγή έχει προταθεί να είναι ένα ποσό 93 δισ. ευρώ από τον κοινό δανεισμό της Επιτροπής για το μεταπανδημικό Ταμείο Ανάκαμψης- RRF που έμεινε στα «αζήτητα», γιατί κάποια κράτη δεν έκαναν αίτημα για το δάνειο που δικαιούνταν (είχαν περιθώριο έως το 2023). Μεταξύ των κρατών που δεν έκαναν αίτημα για αυτά τα δάνεια του RRF είναι η Γερμανία και η Ολλανδία. Επέλεξαν να μην προχωρήσουν γιατί πολύ απλά μπορούσαν να έχουν εύκολη και φθηνή χρηματοδότηση από την αγορά, εν αντιθέσει με κράτη όπως η Ελλάδα που ζήτησε και σταδιακά λαμβάνει 18 δισ. ευρώ περίπου για να τα μοιράσει σε επιχειρήσεις. Πέρα από τα 93 δισ. ευρώ, στο τραπέζι ατύπως έχουν πέσει και άλλες πηγές δανείων, όπως αυτά του ESM (συνδεδεμένα με προγράμματα προσαρμογής) που ξυπνούν εφιάλτες μνημονίων.
Η Επιτροπή, επίσης, προτείνει να αλλάξουν «χέρια» επιδοτήσεις της ΕΕ. Δηλαδή, προτείνει να μπορούν τα κράτη τώρα που αναθεωρούν τα «ΕΣΠΑ» τους (ενδιάμεση αναθεώρηση Πολιτικών Συνοχής ΕΕ) να πάρουν λεφτά από άλλες δράσεις με στόχο επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία, με ειδικούς όρους και με λιγότερους περιορισμούς. Αλλά, και τα λεφτά αυτά, δεν είναι νέες επιδοτήσεις: αν πάνε στην άμυνα, θα πρέπει να «φύγουν» από κάποια άλλη ανάγκη που καλύπτει η πολιτική συνοχής (από οδικούς άξονες έως κοινωνικές υποδομές).
Όλοι πιέζονται, και τα όργανα της ΕΕ και τα κράτη – μέλη, για άμεσες αποφάσεις. Μένει να δούμε αν θα υπάρξει σύντομα έστω μία πρώτη πολιτική συμφωνία για κοινή αντίδραση της Ευρώπης στο πεδίο των αμυντικών δαπανών και ποιο μήνυμα θα μεταφέρει αυτή η συμφωνία και «εντός», αλλά και «εκτός» Ευρώπης.