Δεν είναι προφανώς άγνωστο πως δίνουμε ως χώρα από τις πιο χαμηλές δαπάνες σε επίπεδο ΕΕ για βασικά κοινωνικά αγαθά όπως η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία, αλλά και πως υπεχρηματοδοτούνται τομείς που αρχίζουν να χτυπάνε «κόκκινο», όπως το πρόβλημα στέγασης. Ούτε πως έχουμε από τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες ή δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους στην ΕΕ.
Ωστόσο, τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat για το 2023 επιβεβαιώνουν το πρόβλημα και το αναδεικνύουν. Σε μία περίοδο που η Ελλάδα διεκδικεί από τους εταίρους στην ΕΕ εξαιρέσεις και διευκολύνσεις που θα «λασκάρουν» έστω και λίγο τη θηλειά των δημοσιονομικών κανόνων και να υπάρξει κάποιο περιθώριο για «ελαφρύνσεις».
Τι λένε λοιπόν οι αριθμοί της Eurostat για το πώς διανέμονται οι κρατικές δαπάνες σε κάποια κρίσιμα πεδία; Να πούμε πως στην Ελλάδα το 2023 συνολικά οι κρατικές δαπάνες σε αξία αυξήθηκαν (111 δισ. ευρώ), αλλά ως αναλογία του ονομαστικού ΑΕΠ μειώθηκαν στο 49,5%, από 59,3% το 2021 (105 δισ. ευρώ). Μειώθηκαν ως αναλογία του ΑΕΠ γιατί και ανάπτυξη είχαμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και σε ονομαστικούς όρους το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν περιλαμβάνει και τον πληθωρισμό και άρα αυξάνεται πολύ ταχύτερα.
Οι αμυντικές δαπάνες, λοιπόν, το 2023 ήταν στο 2,2% του ΑΕΠ, από 2,6% το 2022 και 2,7% το 2021. Σε αξία ήταν οριακά αυξημένες, στα 5,039 δι.σ από 5,028 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Η δαπάνη λοιπόν για άμυνα υπολογίζεται πλέον ως η 4η υψηλότερη μετά τη Λετονία, την Εσθονία και τη Λιθουανία, ενώ το 2021 ήταν η υψηλότερη στην ΕΕ. Βάζουμε στο «κάδρο» και το 2021 γιατί αν δεν αλλάξει ο σχετικός όρος στη Λευκή Βίβλο της ΕΕ για την άμυνα, τότε το γεγονός πως το 2021 είχαμε τόσο υψηλή επίδοση αποτελεί ένα «αγκάθι» στις διαβουλεύσεις που τώρα είναι σε εξέλιξη (ορίζουν το 2021 ως βάση μέτρησης της επιπλέον ανόδου δαπανών που θα «εξαιρείται» και θα δίνει έτσι δημοσιονομικό χώρο).

Στον αντίποδα, δίνουμε πάρα πολύ λίγα ως χώρα για στέγαση. Η δαπάνη στην Ελλάδα είναι λιγότερο από 1 δισ. ευρώ το χρόνο, περίπου στο 0,4% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου στο 1,2% του ΑΕΠ. Η Ιταλία επιλέγει να δίνει το 4,3% του ΑΕΠ και η Κύπρος το 1,9% του ΑΕΠ. Δεν έχουμε εικόνα αν αυτή η δαπάνη θα φανεί αυξημένη πλέον με τα προγράμματα στέγασης που έχουν δρομολογηθεί, αν και αφορούν κυρίως σε δάνεια και όχι σε άμεση κρατική δαπάνη πχ για να γίνουν κατοικίες.

Για τη δημόσια υγεία δίνουμε το 5,8% του ΑΕΠ, αναλογία πολύ χαμηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ. Αν αφαιρεθεί η δαπάνη για ιατρικά προϊόντα και συσκευές, που είναι παραδόξως υψηλή (στο 1,5% του ΑΕΠ 3η πιο μεγάλη στην ΕΕ), τότε η κατάσταση χειροτερεύει, ειδικά στο πεδίο της εξωνοσοκομειακής φροντίδας.

Και πάμε στην παιδεία. Δίνουμε το 4% του ΑΕΠ, την 4η πιο χαμηλή αναλογία στην ΕΕ. Μόνο το 1,1% του ΑΕΠ πάει σε πρωτοβάθμια και προσχολική ηλικία και άλλο 1,2% στην 2βάθμια. Έχουμε με 1,3% του ΑΕΠ την 4η υψηλότερη επίδοση δαπανών στην τριτοβάθμια. Μόνο που για να φτάσει ένα παιδί (και η οικογένειά του) έως το πανεπιστήμιο, προφανώς θα πρέπει – αν προέρχεται από τη διαδικασία της δημόσιας παιδείας – να περάσει επιτυχώς όλα τα προηγούμενα στάδια. Κάτι που συνδέεται και με τα λεφτά που έχει να δώσει από την «τσέπη» του για να συμπληρώσει τα κενά του κράτους που αποτυπώνονται στα πορίσματα του ΟΟΣΑ και όχι μόνο.

Τα στοιχεία της Eurostat αποτυπώνουν μία κατάσταση που δύσκολα αλλάζει. Η υποχρηματοδότηση βασικών δημοσίων αναγκών είναι μία επιλογή δεκαετιών. Και παρά τις αυξημένες δαπάνες των τελευταίων ετών το χάσμα παραμένει. Στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει σε μια οικονομία όπως η Ελληνική που ναι μεν αναπτύσσεται (συνεχώς και γρηγορότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ), αλλά έχει το βαρίδι του χρέους που εμποδίζει γενναίες δημοσιονομικές κινήσεις και αυξημένες γεωπολιτικές αβεβαιότητες, εύκολη απάντηση δεν υπάρχει.
Προφανώς είναι αναγκαίο να πληρώνουμε για την ασφάλεια και άρα για την αμυντική μας θωράκιση. Αλλά, πρέπει και κάθε ευρώ που είναι διαθέσιμο για την κάλυψη των υπολοίπων (πολλών) αναγκών να πιάνει τόπο.
Πρέπει επίσης κάθε κίνηση ελάφρυνσης/στήριξης που είναι εφικτή να είναι πολύ καλά σχεδιασμένη και να κινείται στο πλαίσιο μίας συνολικής στρατηγικής, με μακροχρόνιους στόχους που απαιτούν ίσως και ευρύτερες συναινέσεις. Προφανώς δεν υπάρχει δίλημμα παιδεία, υγεία ή άμυνα. Πρέπει οι πολίτες να νιώθουν ασφαλείς, αλλά πρέπει και να έχουν διασφαλισμένα και τα βασικά «όπλα» για να διαμορφώσουν, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους, το μέλλον τους.