Του υφιστάμενου καθεστώτος προστασίας της πρώτης κατοικίας υπεραμύνθηκαν οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας, παρά τα τεράστια προβλήματα που έχει δημιουργήσει στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα με την αποδεδειγμένη παροχή ασυλίας σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Σημειώνεται ότι το νέο σχέδιο του νόμου, πάντως, βρίσκεται ακόμη υπό διαβούλευση μεταξύ Κυβέρνησης και Θεσμών, με στόχο να έχει οριστικοποιηθεί έως τις 25 Μαρτίου όπου έχει προγραμματιστεί το επόμενο EuroWorking Group.
Σε ανακοίνωσή της, η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος η οποία συνήλθε για να εξετάσει, μεταξύ άλλων, τον νόμο για τα κόκκινα δάνεια εχθές Σάββατο, υπογραμμίζει ότι «παρά τις όποιες μνημονιακού χαρακτήρα τροποποιήσεις που υπέστη, λυσιτελή προστασία σε οικονομικώς αδυνατούντα πρόσωπα και ανταποκρίθηκε στο εύλογο κοινωνικό αίτημα για την προστασία της πρώτης κατοικίας».
Καταγγέλλουν δε οι δικηγόροι της χώρας ότι «η προωθούμενη νομοθετική ρύθμιση για την προστασία πρώτης κατοικίας από την Κυβέρνηση δεν έχει τύχει επαρκούς θεσμικής διαβούλευσης, με την ισότιμη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων». Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, «η μονομερής διαβούλευση με την πλευρά των τραπεζών υπονομεύει την αντικειμενικότητα της νομοπαραγωγικής διαδικασίας, και θέτει εύλογα ερωτηματικά για το αποτέλεσμα αυτής».
Ειδικότερα, οι δικηγορικοί σύλλογοι ζητούν τα ακόλουθα για το νέο πλαίσιο προστασίας:
1. Να παραμείνουν τα όρια προστασίας όπως προβλέπονται στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
2. Το νέο θεσμικό πλαίσιο δεν πρέπει να καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις.
3. Όποιες διαφορές προκύπτουν μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, υπό το νέο θεσμικό πλαίσιο, πρέπει να επιλύονται είτε δικαστικά, με προσφυγή στον φυσικό δικαστή, είτε με προσφυγή σε διαιτητική επίλυση της διαφοράς.
Σημειώνεται ότι το νέο καθεστώς προβλέπει την υποβολή αιτήσεων προστασίας απευθείας από τον οφειλέτη μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία ουσιαστικά καθιστά μη αναγκαία την χρήση νομικών υπηρεσιών. Ο οφειλέτης θα πρέπει να απευθυνθεί σε δικηγόρο μόνο εάν προκύψει διαφορά στη συνδιαλλαγή του με τις τράπεζες κατά τον προσδιορισμό του πλαισίου της ρύθμισης και εφόσον προσφύγει στο Δικαστήριο για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς.