Το καθεστώς Πούτιν επιδιώκει εδώ και καιρό να πείσει τους Ρώσους ότι οι διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν για την εισβολή στην Ουκρανία (το 2014), είναι επί της ουσίας ωφέλιμες για τη χώρα. Σύμφωνα με το think tank Atlantic Council, η μηχανή προπαγάνδας της Ρωσίας κατάφερε επίσης να πείσει πολλούς δυτικούς αναλυτές ότι τα μέτρα κυρώσεων απέτυχαν. Ωστόσο, μια σειρά από ρωσικές πηγές λένε μια διαφορετική ιστορία και αποκαλύπτουν την ευρεία έκταση του αντίκτυπου των κυρώσεων.
Οι οικονομολόγοι συνεχίζουν την συζήτηση αναφορικά με την επίδραση των κυρώσεων στην οικονομική ανάπτυξη, σε σύγκριση με τον αντίκτυπο άλλων παραγόντων όπως οι τιμές του πετρελαίου, οι διακυμάνσεις του νομίσματος και η πανδημία του κορονοϊού. Πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο που έχουν, οι κυρώσεις υπονομεύουν επίσης τα θεμέλια για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Η οικονομία της Ρωσίας δεν διαθέτει τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που δημιουργούν οι διεθνείς κυρώσεις. Ελέγχεται όλο και περισσότερο από το κράτος- και ιδιαίτερα από στενούς συνεργάτες του Πούτιν. Επίσης η οικονομική δραστηριότητα είναι συγκεντρωμένη σε λίγες περιφέρειες της χώρας και σε ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές τεχνολογίας και είναι σε τεράστιο βαθμό διεφθαρμένη.
Ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης και ο υψηλός πληθωρισμός, έχουν επηρεάσει σοβαρά το βιοτικό επίπεδο της Ρωσίας τα τελευταία επτά χρόνια. Οι αντι-κυρώσεις που επέβαλε ο Πούτιν οδήγησαν σε αυξήσεις των τιμών των βασικών τροφίμων, ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού. Σε ορισμένες περιοχές της Ρωσίας, ο κόσμος αναφέρει ότι το «καλάθι της νοικοκυράς» κοστίζει τώρα 30% περισσότερο από το 2014.
Ο κρατικός τομέας της Ρωσίας, όπως και αυτός της Κίνας, είναι εμφανώς αναποτελεσματικός, παρά (ή ίσως λόγω) των σημαντικών επιδοτήσεων και των φθηνών πιστώσεων. Η περιβόητη αναποτελεσματικότητα των κρατικών επιχειρήσεων, επιδεινώνεται από το γεγονός ότι πολλές από αυτές ελέγχονται από άτομα που συνεργάστηκαν με τον Πούτιν στην Αγία Πετρούπολη τη δεκαετία του 1990.
Η άνοδος γιγαντιαίων βιομηχανικών εταιρειών και γεωργικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων είχε ως αποτέλεσμα πολλοί παραγωγικοί τομείς να συγκεντρώνονται σε λίγες περιοχές της Ρωσίας. Αυτό σε συνδυασμό με ένα φορολογικό σύστημα του οποίου τα έσοδα πηγαίνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στον τόπο όπου έχει την έδρα της μια επιχείρηση, εξυπηρετεί περαιτέρω τον πλουτισμό της Μόσχας.
Σοβιετικά... απόνερα
Η εξάρτηση της Ρωσίας από την εισαγόμενη τεχνολογία αντικατοπτρίζει τη σοβιετική εποχή. Η ΕΣΣΔ εξήγαγε αριθμητικά περισσότερες εργαλειομηχανές από αυτές που εισήγαγε, αλλά η αξία αυτών που εισήγαγε ήταν επτά φορές υψηλότερη. Αυτό το σοβιετικό μοτίβο εισαγωγής εξελιγμένων μηχανημάτων παραμένει και σήμερα.
Τα προβλήματα της Ρωσίας επιδεινώνονται από την απώλεια μεγάλου μέρους της σοβιετικής παραγωγικής ικανότητας. Καθώς οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων θητειών του Πούτιν, η Ρωσία επέλεξε να επενδύσει στην παραγωγή ενέργειας, χρησιμοποιώντας τα έσοδα για να αγοράσει ξένη τεχνολογία. Μέχρι το 2013, Ρώσοι ειδικοί υπολόγισαν ότι οι ρωσικές ενεργειακές εταιρείες βασίζονταν στις εισαγωγές για περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου του βασικού εξοπλισμού γεώτρησης και περισσότερο από το 90% της τεχνολογίας υδραυλικών ρωγμών και υπεράκτιων γεωτρήσεων.
Ομοίως, η εγχώρια ρωσική μηχανουργική βιομηχανία παρήγαγε πάνω από το 85% των αναμεικτών τσιμέντου και των οχημάτων ανυψωτικών γερανών της Ρωσίας, αλλά μόνο το 1% των λέιζερ και υπερήχων κοπτικών μηχανημάτων και περίπου το 6% των κοπτικών μηχανημάτων μετάλλου και των αντλιών πετρελαίου.
Δεν πέτυχε
Οι εκτιμήσεις για τις δυνατότητες αντικατάστασης των εισαγωγών το 2013 με εγχώρια παραγωγή ήταν 90% για την κλωστοϋφαντουργία, 30-35% για μηχανήματα και ηλεκτρικό και οπτικό εξοπλισμό και 20% για χημικά προϊόντα. Αυτά τα στοιχεία ήταν υπερβολικά αισιόδοξα. Οι ρωσικές αμυντικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να εισάγουν το 20-30% των ηλεκτρονικών τους εξαρτημάτων.
Παρά τις σημαντικές επενδύσεις, μέχρι το 2018 η αντικατάσταση των εισαγωγών είχε αναγνωριστεί ως αποτυχία. Η επίσκεψη του Προέδρου Πούτιν (που καλύφθηκε τηλεοπτικά) σε ένα εργοστάσιο όπου του έδειξαν ένα παραγόμενο μηχάνημα ως αναγνώριση της επιτυχίας του προγράμματος, στην πραγματικότητα τόνισε την αποτυχία του. Οι ειδικοί αναγνώρισαν γρήγορα τον εξοπλισμό ως ιταλικό μηχάνημα που αγοράστηκε από μια ρωσική εταιρεία, βάφτηκε ξανά και πουλήθηκε ως ρωσικό για περισσότερο από τη διπλάσια τιμή απόκτησής του.
Από το 2019, οι ρωσικές αρχές είχαν μετατοπίσει το ενδιαφέρον τους από την αντικατάσταση των εισαγωγών στην «τοπικοποίηση», ενθαρρύνοντας ξένες εταιρείες να χτίσουν εργοστάσια στη Ρωσία που στη συνέχεια θα γίνονταν «ρωσικά».
Όμως αυτή η «τοπικοποίηση» είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην επιβολή πρόσθετων κυρώσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του προηγμένου εξοπλισμού που απαιτείται για τέτοιες εγκαταστάσεις προέρχεται από την Ευρώπη. Η μέση τιμή του μηχανολογικού εξοπλισμού από τη Γερμανία ή την Ελβετία είναι πάνω από 100.000 δολάρια. Ο αντίστοιχος κινεζικός εξοπλισμός κατά μέσο όρο άξιζε λιγότερο από 1.000 δολάρια.
Δεν «βγήκε» το κινεζικό χαρτί
Η Κίνα όμως δεν διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος της προηγμένης τεχνολογίας που χρειάζεται η Ρωσία. Για παράδειγμα, το νέο επιβατικό τζετ της Κίνας βασίζεται κατά 40% σε εισαγόμενα εξαρτήματα. Η Κίνα δεν παράγει τους εξελιγμένους επεξεργαστές που απαιτεί η Ρωσία. Το ρωσικό δορυφορικό σύστημα GLONASS, που εξυπηρετεί τόσο το GPS όσο και την αντιπυραυλική άμυνα, έχει σταματήσει επειδή τα ηλεκτρονικά από την Κίνα δεν έτυχαν επεξεργασίας σκλήρυνσης έναντι της ακτινοβολίας μεγάλου υψομέτρου.
Οι Κινέζοι ήταν εξίσου απογοητευτικοί όσον αφορά την παροχή οικονομικής βοήθειας. Τη σύντομη ευφορία του 2014 ακολούθησε η φθίνουσα προθυμία των Κινέζων να διακινδυνεύσουν δευτερεύουσες κυρώσεις επενδύοντας στη Ρωσία. Η Κίνα αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, μείωσε τις επενδύσεις στη Ρωσία κατά 75% και χρηματοδοτεί άμεσα μόνο το έργο της Novatek (του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού φυσικού αερίου στη Ρωσία) για μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Η Novatec είναι μια εταιρεία που βρίσκεται στα χέρια ατόμων του στενού περιβάλλοντος Πούτιν. Μάλιστα ο CEO, πρόεδρος και μεγαλομέτοχος της Λεονίντ Μίκελσον, περιλαμβάνεται μαζί με άλλους Ρώσους ολιγάρχες στα πρόσωπα που επιβλήθηκαν αμερικανικές κυρώσεις το 2017, επί της προεδρίας Τραμπ.
Η Ρωσία από την πλευρά της έχει μειώσει μαζικά τα διαθέσιμά της σε δολάρια ενώ η Κίνα όχι. Παρά τις επανειλημμένες συμφωνίες για χρήση εθνικών νομισμάτων στο αμοιβαίο εμπόριο, τα δολάρια και τα ευρώ εξακολουθούν να κυριαρχούν. Ενώ μια κινεζική τράπεζα προσχώρησε στο εναλλακτικό ρωσικό σύστημα πληρωμών SWIFT, καμία άλλη δεν ακολούθησε. Μόλις 23 ξένες τράπεζες έχουν εγγραφεί στο σύστημα, αλλά μόνο 12 το χρησιμοποιούν.
Η τεχνολογία, η οικονομία και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αναμφίβολα αντιπροσωπεύουν τις πιο ευάλωτες περιοχές για πρόσθετες κυρώσεις, εάν ο Πούτιν εισβάλει ξανά στην Ουκρανία.
Επιμέλεια Τέρρυ Μαυρίδης