Επτά ώρες διήρκεσε η συνάντηση που είχε τη Δευτέρα η αμερικανική αντιπροσωπεία στη Ρώμη με τους Κινέζους ομολόγους της. Αντικείμενο αυτής της επαφής ήταν φυσικά η Ουκρανία, αλλά για την πλευρά των ΗΠΑ ήταν πολύ περισσότερο η ευκαιρία να περάσει το «μήνυμα» στο Πεκίνο: Θα υπάρξουν πιθανές επιπτώσεις και συνέπειες, στην περίπτωση παροχής υποστήριξης στην Μόσχα.
Η σινο-αμερικανική συνάντηση έγινε στον απόηχο του δημοσιεύματος των New York Times, που ήθελε τη Ρωσία να ζητά τόσο στρατιωτικό εξοπλισμό από το Πεκίνο, όσο και οικονομική βοήθεια για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες που προκαλούν οι Δυτικές κυρώσεις.
Τόσο η Μόσχα, όσο και το Πεκίνο αρνήθηκαν ότι έλαβαν τόπο τέτοιες διαβουλεύσεις.
Όμως η Ουάσινγκτον είναι πεπεισμένη ότι το σινο-ρωσικό «φλερτ» είναι εν εξελίξει. Μάλιστα, όπως αναφέρουν αμερικανικά Μέσα, ήδη έχουν ενημερωθεί οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι ότι το Πεκίνο δίνει σημάδια ότι θα ανταποκριθεί στα ρωσικά αιτήματα. Αυτά, όπως αναφέρουν οι FT, περιλαμβάνουν την αποστολή πυραύλων εδάφους-αέρος, drones, εξοπλισμού για τον τομέα της συλλογής πληροφοριών, θωρακισμένα και οχήματα εφοδιασμού και επιμελητείας.
Η αμερικανική πλευρά δεν έχει αναφέρει αν έχουν ήδη ξεκινήσει οι κινεζικές παραδόσεις στη Μόσχα, όμως πηγές του Πενταγώνου έχουν αναφέρει ότι παρακολουθούν το θέμα «πάρα πολύ στενά».
Πόσο αξίζουν οι οικονομικοί δεσμοί Μόσχας-Πεκίνου
Σύμφωνα με το Center for Strategic and International Studies, οι εμπορικοί δεσμοί της Κίνας με τη Ρωσία δεν είναι ασήμαντοι και οποίοι αποτιμώνται το 2021 σε 147 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι αντίστοιχοι με την Ουκρανία ανήλθαν σε 19 δισεκατομμύρια δολάρια. Μέρος αυτού του εμπορίου σίγουρα θα επηρεαστεί τόσο από την ίδια τη σύγκρουση, όσο και από τις επακόλουθες κυρώσεις, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα οι κινεζικές εταιρείες σε διάφορους τομείς να έχουν ζημίες. Οι κινεζικές εξαγωγές στη Ρωσία, κυρίως έτοιμα προϊόντα, πιθανότατα θα υποφέρουν. Αυτό περιλαμβάνει εταιρείες τεχνολογίας όπως η Xiaomi, η Lenovo και η SMIC, οι οποίες έχουν σημαντικές πωλήσεις στη Ρωσία.
Οι εισαγωγές θα είναι εξίσου δύσκολες. Η Κίνα φαίνεται ότι έχει αποκαταστήσει το εμπόριο σιταριού, αλλά δεν είναι σαφές πόση επιπλέον ζήτηση σιτηρών υπάρχει στην Κίνα και αν οι εγχώριοι καλλιεργητές στα βορειοανατολικά της χώρας θα αντεπεξέλθουν στη ζήτηση. Ορισμένες εισαγωγές εμπορευμάτων από τη Ρωσία, όπως ποτάσα, αλουμίνιο και νικέλιο, ενδέχεται να διακοπούν λόγω των κυρώσεων, οδηγώντας σε υψηλότερες τις τιμές παραγωγού στην Κίνα. Μία από τις μεγαλύτερες μεταβλητές είναι το φυσικό αέριο. Η Κίνα μπορεί να έχει εξασφαλίσει νέες προμήθειες από τη Ρωσία, αλλά οι κυρώσεις θα μπορούσαν να κάνουν τις προμήθειες φυσικού αερίου καθώς και τις τιμές πιο ασταθείς στο μέλλον. Και οι μεγαλύτερες ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές, μπορεί επίσης να αποτελέσουν αντικίνητρο για την εφαρμογή μιας πιο εύρωστης ενεργειακής μετάβασης, η οποία ήταν ένας σημαντικός κινεζικός στόχος- τόσο οικονομικός όσο και διπλωματικός.
Είναι πολλά στο τραπέζι
Πάντως το Πεκίνο διαθέτει πολλά εργαλεία για να χειριστεί οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη αστάθεια που θα επηρεάσει το εμπόριο, τις επενδύσεις ή την κατανάλωση. Η κινεζική μακροοικονομική πολιτική παρέμεινε μετρίως χαλαρή, καθώς εξακολουθεί να επικεντρώνεται στη μείωση των χρηματοοικονομικών κινδύνων. Επίσης, ο πληθωρισμός δεν αποτελεί σήμερα μεγάλη απειλή για την κινεζική οικονομία. Υπολογίζεται ότι η Κίνα δεν θα δυσκολευτεί πολύ για να έχει ανάπτυξη που θα κινηθεί εφέτος μεταξύ 4,5% με 5%.
Βέβαια αυτές οι προβλέψεις βασίζονται σε δεδομένα που μπορεί να μεταβληθούν αν το Πεκίνο ενισχύσει τη Μόσχα στην ουκρανική εισβολή της. Εξάλλου το αμερικανικό μήνυμα προς του Κινέζους ήταν ξεκάθαρο. Θα ρισκάρει το Πεκίνο να βρεθεί και αυτό με τη σειρά του αντιμέτωπο με Δυτικές κυρώσεις; Τα πλεονεκτήματα της σινο-ρωσικής σύσφιξης υπερτερούν των κινδύνων; Θα τεθεί εν αμφιβόλω το εμπόριο μεταξύ ΕΕ-Κίνας; Τα ερωτήματα είναι πολλά. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της γηραιάς ηπείρου (ξεπέρασε τις ΗΠΑ), με τον όγκο των συναλλαγών το 2020 να έχει κινηθεί στα 709 δισ. ευρώ. Εδώ οι αποφάσεις ένθεν κακείθεν δεν θα είναι εύκολες, καθώς το διακύβευμα είναι τεράστιο.
Η λογική επιτάσσει ότι το Πεκίνο δεν θα διαταράξει περαιτέρω τις ήδη διαταραγμένες ισορροπίες- ενδεχομένως αυτή να είναι και η ευρωπαϊκή θέση- όμως μετά από τις 24 Φεβρουαρίου τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι αν ο «καπνός» που πρώτοι ανέφεραν οι ΝΥΤ έχει και «φωτιά». Αυτή είναι μια προοπτική που ενοχλεί ακόμα και ως σκέψη, καθώς οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να λάβουν ως και συντριπτικές διαστάσεις...