Επιχειρηματικές ενώσεις στις ΗΠΑ άσκησαν χθες κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν για την πώληση όπλων στην Ταϊβάν σε μία ανοιχτή επιστολή τους, τονίζοντας ότι η πολιτική αυτή είναι πολύ περιορισμένη και απέτυχε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων κατά του νησιού που έχει δημοκρατική διακυβέρνηση.
Η διαδοχική πολιτική αμερικανικών κυβερνήσεων έχει σπρώξει την Ταϊβάν στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, ώστε να γίνει “αστακός” και να είναι πιο δύσκολο για την Κίνα να της επιτεθεί. Η επιστολή τάσσεται υπέρ της πώλησης οικονομικών, φορητών και με μεγάλο βαθμό βιωσιμότητας στο πεδίο της μάχης ή ασύμμετρων όπλων που θα μπορούσαν να αποκρούσουν μία αρχική επίθεση από τον μεγαλύτερο σε αριθμούς κινεζικό στρατό.
Ωστόσο, το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και το Επιχειρηματικό Συμβούλιο ΗΠΑ-Ταϊβάν ανέφεραν στην ίδια επιστολή της 16ης Μαΐου προς υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης ότι υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μία πιο επιφυλακτική στάση, δίνοντας τη συγκατάθεσή τους μόνο για την πώληση όπλων που αντιμετωπίζουν “μία μαζική εισβολή στρατιωτικών δυνάμεων” στην Ταϊβάν.
Οι αμυντικές δυνατότητες που δεν ανταποκρίνονται σε ένα σενάριο μαζικής εισβολής τύπου “D-Day” θα απορριφθούν, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αντιμετωπίζουν τις συνεχιζόμενες ενέργειες προβολής αμυντικής ισχύος από την Κίνα στην Ζώνη Αναγνώρισης Αντιαεροπορικής Άμυνας της Ταϊβάν (ADIZ), όπως αναφέρεται στην ίδια επιστολή.
Παράλληλα, γίνεται αναφορά στον μεγάλο αριθμό στρατιωτικών ασκήσεων κοντά στην Ταϊβάν κατά την τελευταία διετία, με τις ενέργειες αυτές του Πεκίνου, να χαρακτηρίζονται μία τακτική εξάντλησης των ενόπλων δυνάμεων της Ταϊβάν.
“Καθώς απομακρυνόμαστε από την ταχεία ανάπτυξη της αποτρεπτικής ικανότητας της Ταϊβάν, φοβόμαστε ότι το όραμα για τη σημασία που πρέπει να δοθεί στην “ασύμμετρη” αποτρεπτική ικανότητα της Ταϊβάν για την παροχή αμυντικής βοήθειας, θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σύγχυσης στο επίπεδο της πολιτικής, αλλά και μία ουσιαστική επιβράδυνση στις συνολικές πωλήσεις όπλων,” ανέφεραν οι ίδιες επιχειρηματικές ενώσεις, στις οποίες συμμετέχουν και εταιρίες παραγωγής οπλικών συστημάτων.
Η ίδια επιστολή αναφέρει επίσης ότι η αμερικανική κυβέρνηση αποτρέπει την Ταϊβάν από κινήσεις επίσημων αιτημάτων αναφορικά με την παράδοση μερικών οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων MH-60R, καθώς θεωρούνται “ασύμβατα” με την παραπάνω στρατηγική.
Η Ταϊβάν άφησε να εννοηθεί προηγούμενα μέσα στο μήνα ότι εγκαταλείπει ένα σχέδιο για την αγορά 12 ελικοπτέρων του παραπάνω τύπου από τις ΗΠΑ. Τα ελικόπτερα αυτά είναι τεχνολογικά εξελιγμένα για την πραγματοποίηση επιχειρήσεων ανθυποβρυχιακού πολέμου, ενώ η Ταϊπέι τόνισε ότι το οικονομικό τίμημα για την απόκτησή τους, είναι πολύ υψηλό.
Αντιδρώντας στην επιστολή των επιχειρηματικών φορέων το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι υποστηρίζει δυναμικά τις προσπάθειες της Ταϊβάν για την υλοποίηση μιας ασύμμετρης αμυντικής στρατηγικής.
“Η επιδίωξη της εξαγωγής συστημάτων που δεν συμβάλλουν ουσιαστικά σε μία αποτελεσματική αμυντική στρατηγική είναι ασύμβατη με την εξελισσόμενη απειλή ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Ταϊβάν,” ανέφερε ένας εκπρόσωπος του ίδιου υπουργείου, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Η Κίνα δεν έχει ποτέ αποκηρύξει τη χρήση πολεμικής ισχύος προκειμένου να θέσει την Ταϊβάν υπό τον ελέγχό της.
Οι ΗΠΑ έχουν μόνο ανεπίσημες σχέσεις με την Ταϊπέι, αλλά η αμερικανική νομοθεσία απαιτεί από την Ουάσινγκτον να παρέχει στην Ταϊβάν τα απαραίτητα μέσα για την άμυνά της, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ της επιτάχυνσης της εμπλοκής της με το νησί.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ