Με ανησυχίες για το κόστος της πράσινης μετάβασης, τις αυξανόμενες εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την αβεβαιότητα γύρω από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι φετινές ευρωεκλογές αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις με το κλίμα και την ενέργεια να αποτελούν δύο ξεχωριστά, σχεδόν αυτοτελή κεφάλαια. Η ΕΕ πιθανότατα θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο να σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στη δράση για το κλίμα τα επόμενα πέντε χρόνια καθώς τα φιλόδοξα σχέδια συχνά σκοντάφτουν στις εθνικές πολιτικές και στις γεωπολιτικές προκλήσεις.
Αυτές οι γεωπολιτικές εξελίξεις – και ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ απαντά σε αυτές– θα έχουν εκτεταμένες συνέπειες για τις εμπορικές και τεχνολογικές αποφάσεις της ΕΕ, τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και τη διπλωματία για το κλίμα.
Με όχημα την Πράσινη Συμφωνία και στόχο η γηραιά ήπειρος κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ ξεκίνησε το 2019 μια σειρά θεσμικών και νομοθετικών παρεμβάσεων προκειμένου να εδραιώσει τον ηγετικό ρόλο της Ένωσης για το κλίμα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημαδεύτηκαν από μια συνολική αναθεώρηση της νομοθεσίας της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με την μετάβαση στην καθαρή ενέργεια να προχωρά με ικανοποιητικούς ρυθμούς, κάτι που δημιουργεί αυξημένες προσδοκίες για την επόμενη ατζέντα της Επιτροπής. Η επερχόμενη ηγεσία της ΕΕ θα κληθεί να επιβλέψει την περαιτέρω εφαρμογή και ανάπτυξη των πολιτικών της Πράσινης Συμφωνίας, ενώ ταυτόχρονα καλείται να αντιμετωπίσει τις γεωπολιτικές κρίσεις και τις επιπτώσεις τους στην ενεργειακή και κλιματική πολιτική. Και όλα αυτά υπό το άγρυπνο βλέμμα των Ευρωπαίων πολιτών.
Σε πρόσφατη έρευνα της ΕΕ, οι πολίτες ανέφεραν τη δράση κατά της κλιματικής αλλαγής ως μία από τις τέσσερις κορυφαίες προτεραιότητες που θέλουν να αντιμετωπίσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (οι άλλες τρεις είναι η στήριξη της οικονομίας, η καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας). Αλλά και σε μια δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου, πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες εξακολουθούν να βλέπουν την κλιματική αλλαγή ως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ένωση, αλλά η μετανάστευση και οι διεθνείς συγκρούσεις όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκονται ψηλότερα στη λίστα. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι φόβοι για την αύξηση των τιμών της ενέργειας και του κόστους ζωής ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων τα τελευταία δύο χρόνια. Ως εκ τούτου, τα κόμματα στις φετινές ευρωεκλογές πρέπει να δείξουν ότι είναι σε θέση να αμβλύνουν αυτές τις ανησυχίες.
Ο βαθμός στον οποίο η ενέργεια και το κλίμα επηρέασε τις προεκλογικές εκστρατείες διαφοροποιήθηκε αρκετά ανάλογα με την κατάσταση στα κράτη μέλη. Το κοινό είδε 27 πολύ διαφορετικές προεκλογικές εκστρατείες εγκιβωτισμένες σε εθνικά πλαίσια καθώς πολλά κράτη μέλη όπως η Κροατία, η Αυστρία και η Πορτογαλία διεξάγουν και εθνικές εκλογές φέτος, αλλάζοντας τη δυναμική των εκστρατειών της ΕΕ.
Οι προκλήσεις
Ενόψει των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του 2024, η συνέχιση της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αποτελεί από μόνη της μια μεγάλη πρόκληση για τέσσερις βασικούς λόγους.
Πρώτον, μετά τη νίκη τους το 2019 και σε πολλές εθνικές εκλογές έκτοτε, τα ακροδεξιά κόμματα – που ακολουθούν συνήθως λιγότερο φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές – φαίνεται ότι θα αυξήσουν το μερίδιό τους στις έδρες τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυσχεραίνοντας την δημιουργία ενός φιλόδοξου νομοθετικού πλαισίου για το κλίμα και το περιβάλλον.
Δεύτερον, κάποια κόμματα κεφαλαιοποιούν τις ανησυχίες για το κόστος ζωής των πολιτικών και αλλάζουν τις προτεραιότητες την ατζέντα για το κλίμα. Αυτό καθιστά τις κυβερνήσεις σε όλη την ΕΕ πιο επιφυλακτικές όσον αφορά στην υποστήριξη των νέων μέτρων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μια τάση που θα μπορούσε να επιδεινωθεί δεδομένου ότι η επόμενη φάση της συμφωνίας –με εστίαση στους τομείς της στέγασης και των μεταφορών– πρόκειται να επηρεάσει τους πολίτες και τα νοικοκυριά με πιο αισθητό τρόπο σε σχέση με την πρώτη φάση.
Τρίτον, μολονότι πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες υποστηρίζουν την μετάβαση σε πολιτικές χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η αντίσταση στους κανονισμούς αυξάνεται, ιδίως μεταξύ των επιχειρηματικών οργανώσεων, με εκκλήσεις για μεγαλύτερη εστίαση στην ανταγωνιστικότητα.
Τέλος, το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον - με τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις μεγάλες εμπορικές εντάσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης, την εξέλιξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία (και η απάντηση της Ευρώπης σε αυτόν) - θα επηρεάσει τις πολιτικές αλλά και την αποτελεσματικότητα των δικών της μέτρων για το κλίμα.
Οι μεγάλες εκκρεμότητες
Πολλά νομικά ζητήματα έχουν μείνει πίσω λόγω περιπλοκότητας ή αδυναμίας συμφωνίας. Σε εκκρεμότητα βρίσκεται η τελική έγκριση του αμφιλεγόμενου νόμου για την αποκατάσταση της φύσης, ενώ όσον αφορά τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, η νέα ηγεσία της ΕΕ με μια σταθερή στρατηγική για ανταγωνιστική βιωσιμότητα θα μπορούσε να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ακολουθήσουν μια ενιαία προσέγγιση παρά τις περιστασιακές οπισθοδρομήσεις και αποκλίσεις που οδηγούνται από πολιτικούς λόγους. Εάν οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης επενδύσουν στην ενεργειακή απόδοση και σε άλλα μέτρα που μειώνουν το κόστος για τους πολίτες, θα μπορούσαν να διευκολύνουν με επιτυχία τις μεταβάσεις στα κράτη μέλη. Περισσότερες εταιρείες θα λάβουν τότε μη αναστρέψιμες επενδυτικές αποφάσεις για απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Οι νόμοι για το κλίμα πιθανότατα θα ήταν κάπως αποδυναμωμένοι εν μέσω μιας προσπάθειας απορρύθμισης, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι θα ήταν υπό μια λιγότερο ενωμένη ΕΕ. Ενδέχεται να γίνουν ακόμη πιθανές αλλαγές στο ETS2 (το νέο σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα κτήρια και τις οδικές μεταφορές), εάν τα κράτη μέλη αντιληφθούν ότι οι τιμές είναι πολύ υψηλές και απαιτήσουν να αναθεωρήσουν τους στόχους ESR τους (κανονισμός για τον επιμερισμό των προσπαθειών).
Η ισορροπία δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόκειται να αλλάξει, γεγονός που θα μπορούσε να μεταβάλει τις φιλοδοξίες του θεσμικού οργάνου για το κλίμα στο μέλλον (η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τις προτάσεις πολιτικής της για τον κύκλο 2024-2029). Αυτά είναι κρίσιμα χρόνια όχι μόνο για την παγκόσμια δράση για το κλίμα (με τους επιστήμονες να λένε ότι ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5°C απαιτεί οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να κορυφωθούν το αργότερο πριν από το 2025 και να μειωθούν κατά 43% έως το 2030) αλλά και για την επίτευξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ενώ η διπλωματία του κλίματος πιθανότατα θα παραμείνει προτεραιότητα ανεξάρτητα από το είδος της διοίκησης της ΕΕ, μια ισχυρή ΕΕ θα ήταν σε καλύτερη θέση να συμμετάσχει σε στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες και περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής και οικονομικής ανάπτυξης.