Η Ελλάδα μπορεί να πληρώνει όλο και λιγότερα πρόστιμα για τις παράνομες χωματερές αλλά θα χρειαστεί μία ακόμη διετία (δηλαδή μέχρι το 2026) προκειμένου αυτά να μηδενιστούν πλήρως. Από τα 65 πρόστιμα που είχε συσσωρεύσει η χώρα μας το 2019, σήμερα έχουν μειωθεί στα 20 καταγράφοντας σε διάστημα πέντε ετών μείωση 70%. Οι περιπτώσεις που παραμένουν ενεργές αφορούν σε 17 ΧΑΔΑ, από τους οποίους οι τρεις λειτουργούν και έχουν διπλό πρόστιμο, οι 12 δεν λειτουργούν και πρέπει να αποκατασταθούν και οι δύο έχουν αδυναμία απόδειξης νόμιμης διάθεσης. Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση το υπουργείο, από τις 45 περιπτώσεις προστίμων που έχουν απαλειφθεί, οι Έλληνες φορολογούμενοι απαλλάχθηκαν από καταβολές σε πρόστιμα στην ΕΕ, συνολικού ύψους 3,6 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Τα κλειδιά για την αξιοποίηση τω αποβλήτων
Η διαχείριση αποβλήτων αποτελεί πληγή για την χώρα μας αλλά στόχος του ΥΠΕΝ είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ώστε το 2030 η Ελλάδα να έχει ενταχθεί στον στενό ευρωπαϊκό πυρήνα των κρατών με καλές επιδόσεις. Εκτός από την μείωση των αποβλήτων και την υιοθέτηση μέτρων όπως είναι το «Πληρώνω όσο πετάω» (το οποίο αναμένεται να εφαρμοστεί πλήρως το 2027), μέσω της μεταρρύθμισης για την ανακύκλωση, τριπλασιάζονται οι πόροι ενώ μέχρι το 2025 θα έχουν συμβασιοποιηθεί και όλα τα έργα για τις μονάδες διαχείρισης αποβλήτων. Ωστόσο, καίριας σημασίας όπως έχουν σημειώσει και κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι η ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων.
Ένας τομέας που έχει μείνει πίσω στην χώρα μας αλλά όπως φαίνεται δείχνει να «ξεκολλάει» με κάποιο τρόπο είναι και η ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων. Μάλιστα , για το συγκεκριμένο θέμα έχει ολοκληρωθεί η μελέτη, η οποία παραδόθηκε στο υπουργείο πριν από λίγες ημέρες και με βάση τα στοιχεία, εκτιμάται ότι έξι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης μπορούν να απορροφήσουν το σύνολο των απορριμμάτων προς ενεργειακή επεξεργασία. Αυτό αποτελεί ένα βασικό βήμα ειδικά για την αξιοποίησή τους από την βιομηχανία αλλά και πάλι, δεν είναι αρκετό.
Το πρόβλημα των οργανικών αποβλήτων, τα οποία αποτελούν το 40% των αστικών αποβλήτων εξακολουθεί να φράσει το δρόμο στην μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία στην Ελλάδα καθώς παρά τα βήματα που έχουν γίνει με την καθιέρωση του καφέ κάδου, ελάχιστα έχουν γίνει για την λειτουργία μονάδων οργανικών αποβλήτων. Η Αττική στερείται υποδομών ενώ κάθε χρόνο θάβονται 1,8 εκατομμύρια τόνοι στα ΧΥΤΑ. Η ταφή των απορριμμάτων εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια μέθοδο, σε ποσοστό που αγγίζει το 80%, απέχοντας κατά πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 25% και από τις πρακτικές άλλων κρατών που στοχεύουν σχεδόν αποκλειστικά στην κομποστοποίηση και στην ανακύκλωση. Και αυτό επειδή, τελικά το σύνολο των απορριμμάτων καταλήγει στους πράσινους κάδους με αποτέλεσμα να χάνεται ένα μεγάλο μέρος των βιοαποβλήτων που θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν, εάν τοποθετούνταν στους καφέ κάδους.
Παράγοντες της αγοράς έχουν ζητήσει επανειλημμένως να λυθεί το πρόβλημα διαχείρισης των βιοαποβλήτων (οργανικά υλικά, υπολείμματα φαγητού, λαχανικών, φρούτων, λουλουδιών κλπ) και να ενθαρρυνθεί η κομποστοποίηση, η φυσική μετατροπή δηλαδή των συγκεκριμένων υλικών σε χρήσιμο λίπασμα, εδαφοβελτιωτικό ή κομπόστ. Στην ίδια λογική, ζητούν να εφαρμοστεί και η νομοθεσία αναφορικά με την διαχείριση των αποβλήτων σε επίπεδο θεσμικό αλλά και σε επίπεδο αγοράς.
Όπως είναι γνωστό, παρ’ ότι η κυκλική οικονομία παρουσιάζει υψηλή αναπτυξιακή δυναμική και προοπτικές για το μέλλον, η ελληνική αγορά βρίσκεται «πίσω» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο καθώς υστερεί σε βασικούς τομείς όπως είναι η ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων και η κυκλικότητα αλλά και στην εφαρμογή συναφών πρακτικών. Σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει και η Πρώτη Έκθεση κυκλικής Οικονομίας στην Ελλάδα που είχε διενεργηθεί το 2021 από την Eunomia για λογαριασμό του Συνδέσμου Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων Ανακύκλωσης (ΣΕΠΑΝ). Τότε, είχε αναφερθεί ότι το ποσοστό κυκλικότητας στην Ελλάδα δηλαδή ο δείκτης που μετρά το μερίδιο του υλικού που ανακτάται και ανατροφοδοτείται στην αγορά το 2017 βρισκόταν στο 1,4 και το 2020 στο 4,1 και όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, σήμερα, η αίσθηση της αγοράς είναι ότι δεν υπάρχει σημαντική βελτίωση.