Ελαφρά αύξηση κατέγραψε η ανακύκλωση απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών κατά τη δεκαετία 2012-2022 σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Το 2022, η ΕΕ ανακύκλωσε το 41% των παραγόμενων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών, ενώ 10 χρόνια νωρίτερα το ποσοστό αυτό έφθανε στο 38%.
Η Σλοβακία κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό ανακύκλωσης με 60%, ακολουθούμενη από το Βέλγιο (54%), τη Γερμανία και τη Σλοβενία (και οι δύο χώρες με 51%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Μάλτα, όπου ανακυκλώθηκε το 16% των απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών, ακολουθούμενη από τη Δανία (23%), τη Γαλλία και την Αυστρία (και οι δύο από 25%).
Το 2022, συνολικά 83,4 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων συσκευασίας παρήχθησαν στην ΕΕ, ή 186,5 κιλά ανά κάτοικο. Σε σύγκριση με το 2021, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση 3,6 κιλά ανά κάτοικο, αλλά αύξηση 31,7 κιλά σε σύγκριση με το 2012. Από όλα τα απορρίμματα συσκευασίας που παράγονται στην ΕΕ, το 41% αφορούσε σε χαρτί και χαρτόνι, το 19% σε πλαστικό, το 19% σε γυαλί, το 16% σε ξύλο και το 5% σε μέταλλο. Το 2022, δημιουργήθηκαν κατά μέσο όρο 36,1 κιλά απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών για κάθε άτομο που ζει στην ΕΕ και από αυτά τα 14,7 κιλά ανακυκλώθηκαν. Μεταξύ 2012 και 2022, η ποσότητα των παραγόμενων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών αυξήθηκε κατά 7,6 κιλά ανά κάτοικο, ενώ η ανακυκλωμένη ποσότητα αυξήθηκε κατά 4,0 κιλά. Ομοίως, το 2021, κάθε πολίτης της ΕΕ παρήγαγε κατά μέσο όρο 36,1 κιλά απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών. Ο όγκος των απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών που παρήχθησαν ανά κάτοικο αυξήθηκε κατά περίπου 29% (+8,1 κιλά ανά άτομο) μεταξύ 2010 και 2021.
Προβλήματα με την ανακύκλωση πλαστικών
Τα κύρια θέματα που περιπλέκουν την ανακύκλωση πλαστικών είναι η ποιότητα και η τιμή του ανακυκλωμένου προϊόντος, σε σύγκριση με το αντίστοιχο μη ανακυκλούμενο. Η μεταποίηση των πλαστικών απαιτεί μεγάλες ποσότητες ανακυκλωμένων πλαστικών, κατασκευασμένων με αυστηρά ελεγχόμενες προδιαγραφές και σε ανταγωνιστική τιμή.
Ωστόσο, δεδομένου ότι τα πλαστικά είναι εύκολα προσαρμοσμένα στις ανάγκες (λειτουργικές ή αισθητικές) κάθε κατασκευαστή, η ποικιλία των πρώτων υλών περιπλέκει τη διαδικασία ανακύκλωσης, καθιστώντας την δαπανηρή, και επηρεάζει την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Κατά συνέπεια, η ζήτηση για ανακυκλωμένα πλαστικά σημείωνει σημαντική αύξηση, αν και το 2018 αντιπροσώπευε μόνο το 6 % της ζήτησης πλαστικών στην Ευρώπη.
Κυβερνήσεις και οργανισμοί υπερασπίζονται την καταπολέμηση των πλαστικών απορριμμάτων, αλλά η στροφή προς μια βιώσιμη, κυκλική οικονομία απαιτεί επίσης ενεργή συμμετοχή από μια από τις κινητήριες δυνάμεις της: τον ιδιωτικό τομέα. Για παράδειγμα, ένας μικρός περιορισμός στη χρήση παρθένου πλαστικού από μια μεγάλη εταιρεία θα μπορούσε να έχει πολύ πιο σημαντικό αντίκτυπο από τις συνδυασμένες προσπάθειες εκατομμυρίων ατόμων που ανακυκλώνουν. Οι επιχειρήσεις, άλλωστε, είναι αυτές που παράγουν τα πλαστικά προϊόντα μιας χρήσης και ως εκ τούτου, κατέχουν το κλειδί για την καινοτομία στον τρόπο παραγωγής, χρήσης και διαχείρισης των πόρων.
Όπως είναι γνωστό, μέχρι το τέλος του 2024, τα κράτη μέλη του ΟΗΕ αναμένεται να ολοκληρώσουν μια φιλόδοξη παγκόσμια συμφωνία για τον τερματισμό της πλαστικής ρύπανσης. Η συμφωνία θεωρείται ευρέως ως η πιο σημαντική νομικά δεσμευτική περιβαλλοντική συμφωνία μετά τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο παραγωγής, κατανάλωσης και διάθεσης πλαστικών.
Όμως, όπως κάθε παγκόσμιο πλαίσιο, ο πραγματικός αντίκτυπος αυτής της συμφωνίας θα εξαρτηθεί από το πόσο αποτελεσματικά μεταφράζεται σε τοπικές, εφαρμόσιμες λύσεις. Οι κυβερνήσεις έχουν κεντρικό ρόλο στο να διευκολύνουν τις εταιρείες να ευθυγραμμίσουν τις δραστηριότητές τους με τους στόχους της κυκλικής οικονομίας χωρίς να θυσιάζουν την ανταγωνιστικότητα. Αυτό σημαίνει την προώθηση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος αλλά και τη θέσπιση σαφών και δεσμευτικών νομικών πλαισίων για τη λειτουργικότητα των παγκόσμιων πλαισίων σε τοπικό επίπεδο και τον καθορισμό κυρώσεων για εταιρείες που δεν ευθυγραμμίζονται με τους στόχους βιωσιμότητας.