Οριακά αυξημένες καταγράφηκαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις τον Φεβρουάριο και το πρώτο δίμηνο του έτους έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2024, με την σεισμική δραστηριότητα της Σαντορίνης να επιδρά μεν αλλά όχι καταλυτικά σε αφίξεις και εισπράξεις τον δεύτερο μήνα του έτους. Σε σχέση με το 2023 μάλιστα, οι παραδοσιακά «άνευροι» τουριστικά πρώτοι μήνες του έτους, εμφανίζουν σημαντική άνοδο, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι προσπάθειες επέκτασης της σεζόν έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, με ό,τι οφέλη αυτό μπορεί να έχει στην πορεία του κλάδου το 2025.
Μεγάλη αύξηση έναντι του 2023
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών της ΤτΕ για τον Φεβρουάριο του 2025, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών κατέγραψαν μικρή μείωση κατά 0,8%, δεδομένης και της σεισμικής δραστηριότητας στη Σαντορίνη. Ωστόσο οι σχετικές εισπράξεις τον ίδιο μήνα διαμορφώθηκαν σε 297,1 εκατ. ευρώ έναντι 295,5 εκατ. ευρώ το 2024, γεγονός που μαρτυρά οριακή αύξηση της τάξης του 0,5%. Λίγο καλύτερη ήταν η εικόνα σε επίπεδο διμήνου, χάρη στην καλή πορεία του Ιανουαρίου. Οι σχετικές εισπράξεις για το ίδιο διάστημα διαμορφώθηκαν το 2025 σε 599,3 εκατ. ευρώ, έναντι 576,6 εκατ. ευρώ του 2024, σηματοδοτώντας μια αύξηση της τάξης του 3,9%.
Η εικόνα βέβαια ήταν αισθητά πιο ενθαρρυντική σε σύγκριση με το 2023 αποδεικνύοντας ότι η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού, η οποία αποτελεί εδώ και χρόνια τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, έχει αρχίσει να κάμπτεται. Για την ακρίβεια σε επίπεδο Φεβρουαρίου η αύξηση των εισπράξεων το 2025 έναντι του 2023 έφτασε το 19,1% αποδεικνύοντας ότι οι περσινές επιδόσεις δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο. Αντίστοιχα το πρώτο δίμηνο του έτους, όπου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2023 είχαν φτάσει τα 457,5 εκατ. ευρώ, καταγράφουν άνοδο της τάξης του 31% το 2025.
Παρά την οριακή μείωση των αφίξεων, η οποία μπορεί να αποτυπωθεί και στα στοιχεία του Μαρτίου, δεδομένου ότι η σεισμική δραστηριότητα είχε επίδραση έως και τον τρίτο μήνα του έτους, η διατήρηση των μεγεθών του 2024 και η βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες του 2024 χρονιές ενισχύει την αισιοδοξία για θετικό πρόσημο στο τέλος της χρονιάς. Αν βέβαια οι συνθήκες του δασμολογικού πολέμου δεν επιδράσουν καταλυτικά στην οικονομία της Ευρώπης, από όπου και προέρχονται και οι βασικές αγορές τροφοδότες του ελληνικού τουρισμού.
Η σταδιακή άμβλυνση της εποχικότητας και τα οφέλη της
Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η επέκταση της σεζόν είναι δυναμικότερη τόσο πριν όσο και μετά το πέρας της υψηλής σεζόν του καλοκαιριού. Να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, Τάσεις του Επιχειρείν: Τουρισμός, παράλληλα με την αύξηση των μεγεθών του ελληνικού τουρισμού, συνεχίζεται η τάση σταδιακής άμβλυνσης της εποχικότητας, με τους καλοκαιρινούς μήνες να καλύπτουν το 50% των ετήσιων αφίξεων, από 53% το 2019.
Η τάση περιορισμού της εποχικότητας το προηγούμενο έτος στηρίχθηκε μάλιστα στη σημαντική ενίσχυση και των 3 περιόδων χαμηλής ζήτησης: Ενώ το καλοκαίρι κατέγραψε ετήσια άνοδο 6% (έναντι του 2023), η άνοιξη σημείωσε άνοδο 21%, το φθινόπωρο 9% – ξεπερνώντας για 1 η φορά το όριο των 10 εκ αφίξεων ενώ οι πρώτες ενδείξεις για το χειμώνα δείχνουν ετήσια άνοδο της τάξης του +16% (βάσει αεροπορικών αφίξεων Δεκεμβρίου-Φεβρουαρίου).
Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την μελέτη αντανακλά μια γενικότερη μεταβολή στις ταξιδιωτικές συνήθειες, με τους επισκέπτες να αναζητούν πιο ήσυχες περιόδους, καλύτερες τιμές και αυθεντικές εμπειρίες. Μεταβολή ωστόσο που επιτυγχάνει να συμβάλλει στην οικονομική σταθερότητα του κλάδου και στην ισορροπημένη κατανομή των τουριστικών εσόδων και τα επόμενα χρόνια, όπου ο διεθνής τουρισμός αναμένεται να εμπλουτιστεί με σχεδόν 1 δισ. νέους τουρίστες, κυρίως από αναδυόμενες αγορές, οι οποίοι εμφανίζουν διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η μελέτη, το σύνολο του τουριστικού κλάδου εμφανίζεται σε θέση ετοιμότητας να αξιοποιήσει τις εξαιρετικά ευοίωνες συνθήκες διεθνούς ζήτησης, με τα χαρακτηριστικά των νέων τουριστικών ροών να επιτρέπουν μείωση εποχικότητας στα επίπεδα του μεσογειακού μέσου όρου (Ιούλιος-Αύγουστος: 27% έναντι 37% σήμερα), με σταδιακή απεξάρτηση από το μοντέλο ήλιος-θάλασσα. Η μετάβαση σε ένα λιγότερο εποχικό μοντέλο θα δώσει, με τη σειρά της, σημαντικό χώρο στην Ελλάδα να απορροφήσει ακόμα και το σύνολο της πρόσθετης δυνητικής ζήτησης με μικρή ή ακόμα και χωρίς καμία επιβάρυνση σε μήνες με φαινόμενα «τοπικού συνωστισμού» (όπως ο Αύγουστος).