Η υπερθέρμανση του πλανήτη καθιστά όλο και πιο δυσχερή τη βιώσιμη χρήση του νερού, καθώς η ζήτηση τείνει να ξεπεράσει την προσφορά με περιοχές όπως είναι η Μεσόγειος να θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτες και την Ελλάδα να βρίσκεται στην 11η θέση μεταξύ 40 κρατών παγκοσμίως σε σχετική έρευνα του περιοδικού Nature αναφορικά με τα λεγόμενα «water gaps» (όπου η προσφορά δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση με συνέπεια τη λειψυδρία). Σε μια ανάλυση που βασίζεται σε δύο πιθανά σενάρια αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, στους 1,5 βαθμούς Κελσίου και στους 3 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα, αναδεικνύεται ο άνισος αντίκτυπος της υπερθέρμανσης στα αποθέματα νερού στις διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Το υδατικό στρες βαίνει αυξανόμενο τόσο κάτω από το σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου (+5,8%) και πολύ περισσότερο κατά 3 βαθμούς Κελσίου (+14,7%). Η λειψυδρία εμφανίζεται όταν η κατανάλωση γλυκού νερού υπερβαίνει τη διαθεσιμότητά του, ένα πρόβλημα το οποίο εντείνεται εν μέσω της κλιματικής κρίσης. Πρόκειται για μια περίπλοκη κατάσταση στέρησης, όπου η πρόσβαση σε προσιτό και ασφαλές νερό για την κάλυψη των αναγκών είναι ανεπαρκής ενώ όπου αυτές οι ανάγκες καλύπτονται, αυτό γίνεται σε βάρος του περιβάλλοντος. Ενώ η λειψυδρία μπορεί να επηρεάσει ολόκληρες περιοχές, οι πιο σοβαρές συνέπειες βαρύνουν τους πιο ευάλωτους και φτωχούς πληθυσμούς, υπογραμμίζοντας τη σημαντική την επίδραση οικονομικών και θεσμικών παραγόντων στον καθορισμό της λειψυδρίας.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου, η ζήτηση νερού ξεπερνά τη βιώσιμη παροχή από ποτάμια και υδροφορείς. Επί του παρόντος, περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν λειψυδρία για τουλάχιστον ένα μήνα το χρόνο. Η κλιματική κρίση και η υπερθέρμανση προκαλούν μεταβολή των ορυκτών , η οποία με τη σειρά της διαταράσσει τα πρότυπα βροχόπτωσης και εξατμισοδιαπνοής επιδεινώνοντας περαιτέρω τη λειψυδρία. Η αυξανόμενη ζήτηση για νερό, λόγω της πληθυσμιακής αύξησης και της αστικοποίησης, η αρδευόμενη γεωργία και η όλο και μεγαλύτερη βιομηχανική χρήση περιορίζουν σημαντικά τους υδάτινους πόρους. Η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι πιθανό να επιδεινωθεί, οδηγώντας σε ένα μέλλον όπου οι υδάτινοι πόροι θα αγωνίζονται να καλύψουν τις αυξανόμενες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες. Κατά συνέπεια, πολλές περιοχές αντιμετωπίζουν ένα διευρυνόμενο υδατικό χάσμα, το οποίο απειλεί όχι μόνο την οικονομική ανάπτυξη και τις κοινωνίες αλλά και την υγεία των υδάτινων οικοσυστημάτων.
Οι περιοχές που αντιμετωπίζουν σήμερα κενά στην παροχή νερού αναμένεται να αντιμετωπίσουν πιο σοβαρό πρόβλημα στο σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5° βαθμούς Κελσίου και ακόμη μεγαλύτερο εάν η υπερθέρμανση προσεγγίσει τους 3 βαθμούς. Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στις ανατολικές ΗΠΑ, τη Χιλή, την περιοχή της Μεσογείου, τη Νότια και Ανατολική Ινδία και την πεδιάδα της Βόρειας Κίνας. Επιπλέον, ορισμένες περιοχές που παρέμεναν σχετικά ανεπηρέαστες στο σενάριο αύξησης κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου όπως η Ιταλία, η Μαδαγασκάρη και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ στην ανατολική ακτή (Βόρεια Καρολίνα και Βιρτζίνια) και στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (Μινεσότα, Ιλινόις), προβλέπεται ότι θα καταγράψουν επιδείνωση.
Από την άλλη, είναι αξιοσημείωτο ότι η Σαουδική Αραβία προβλέπεται να αντιμετωπίσει μειωμένη λειψυδρία στο σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου, αλλά σημαντικές αυξήσεις στο σενάριο των 3 βαθμών Κελσίου. Περιοχές στη Δυτική Βόρεια Αμερική, το Σαχέλ της Αφρικής, τη Βορειοδυτική Ινδία, την Κεντρική Κίνα και την Κεντρική Ασία προβλέπεται να παρουσιάσουν μειωμένα επίπεδα λειψυδρίας. Στο σενάριο που προβλέπει αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5 °C, η Ινδία, η Κίνα, το Πακιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ισπανία και η Τουρκία θα βιώσουν πιο έντονο υδατικό στρες. Ωστόσο, τα διαφορετικά επίπεδα θέρμανσης δείχνουν άνισες αλλαγές στο λεγόμενο «water gap».
H υπερθέρμανση του πλανήτη θα αλλάξει τα μοτίβα βροχοπτώσεων, οδηγώντας σε μείωση των «water gaps» σε ορισμένες χώρες. Στη Νιγηρία, θα μειωθούν από 1,2 km3/έτος σε 0,8 km3/έτος και 0,6 km3/έτος για επίπεδα αύξησης της θερμοκρασίας 1,5°C και 3 °C αντίστοιχα. Μείωση του υδατικού στρες αναμένεται και στις Φιλιππίνες, το Σουδάν, το Βιετνάμ, το Ουζμπεκιστάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Τατζικιστάν και την Αιθιοπία.
Όσον αφορά στις υδρολογικές λεκάνες, η Μεσόγειος βρίσκεται στη 13η θέση μεταξύ των 40 που επηρεάζονται περισσότερο ή αλλιώς που καταγράφουν το μεγαλύτερο «water gap». Κάτω από συνθήκες αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5°C, τα «water gaps» αναμένεται να αυξηθούν περισσότερο στις λεκάνες απορροής Γάγγη-Βραχμαπούτρα (5,6 km3/έτος), Γκοντάβαρι (2,5km3/έτος) και Μισισιπή-Μισσούρι (2,4 km3/έτος), ενώ αναμένεται να μειωθούν στο Σαμπαρμάτι (1,4 km3/έτος), στις λεκάνες της Κολούμπια και των Βορειοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών (0,7 km3/έτος) καθώς και του Νείλου (0,6 km3/έτος). Στο σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου η λεκάνη του Γάγγη-Βραχμαπούτρα εξακολουθεί να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη επιδείνωση (11,8 km3/έτος) ακολουθούμενη από τον Ινδό (8,4 km3/έτος), τον Μισισιπή-Μισσούρι (5,5 km3/έτος). ), το Γκοντάβαρι (2,6 km3/έτος) και τις λεκάνες Τίγρη-Ευφράτη (2,6km3/έτος).
Τα ευρήματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι υπό τις τρέχουσες κλιματικές συνθήκες, υπάρχουν ήδη σημαντικά «water gaps», που ανέρχονται σε 457,9 km3 ετησίως, υπογραμμίζοντας τις σημαντικές προκλήσεις για τη βιωσιμότητα των υδάτινων πόρων. Η αντιμετώπιση αυτών των υφιστάμενων κενών είναι ζωτικής σημασίας, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε πιθανότατα να ενισχύσει την προσαρμοστικότητα στις μελλοντικές αλλαγές στις περισσότερες λεκάνες απορροής ποταμών. Τα «water gaps» προβλέπεται να αυξηθούν κατά 5,8% (26,5 km3/έτος) στο σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5 °C και 14,7% (67,4 km3/έτος) στο σενάριο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 3 °C. Οι επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας μεταξύ 1,5°C και 3°C είναι ανομοιόμορφες, με το σενάριο υψηλότερης θερμοκρασίας να επιδεινώνει σοβαρότερα ζητήματα όπως η εξάντληση των υπόγειων υδάτων, το οικολογικό στρες και η μη βιώσιμη χρήση νερού.