Συμπληρώνονται 2 χρόνια από τότε που η ΕΚΤ αποφάσισε να μην αυξήσει τον ELA στις ελληνικές τράπεζες, με αποτέλεσμα αυτές να «κλείσουν» και να μπουν τα περιβόητα capital controls.
Πολλά έχουν ακουστεί και γραφτεί από τότε μέχρι σήμερα για αυτό, τα περισσότερα ελάχιστη σχέση έχουν με την αλήθεια και την πραγματικότητα
Στο Eurogroup της 25ης Ιουνίου 2015, δόθηκε μια πρόταση στον τότε έλληνα Υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, με τη μορφή τελεσιγράφου, «take it or leave it». Η επαπειλούμενη «ποινή» σε περίπτωση μη αποδοχής της πρότασης των δανειστών, ήταν η μη παροχή περαιτέρω ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Η ελληνική κυβέρνηση αρνούμενη να αποδεχτεί την πρόταση των δανειστών, καθώς θα παραβίαζε τα όσα προεκλογικά είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό, αποφασίζει να την θέσει σε δημοψήφισμα, με αποτέλεσμα στις 28/6/2015 η ΕΚΤ να αποφασίσει το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών.
Μετά την πράξη της αυτή, η ΕΚΤ αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τόσο τον λόγο της άρνησης της για παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, ως όφειλε, όσο και την νομική γνωμοδότηση που ζήτησε και έλαβε ο Πρόεδρος της ΕΚΤ από ιδιωτικό δικηγορικό γραφείο, παρακάμπτοντας έτσι τη νομική υπηρεσία της ΕΚΤ. Το επιχείρημα της ΕΚΤ, και του Προέδρου της Μάριο Ντράγκι, ήταν ότι η ΕΚΤ έδρασε νομίμως, τεχνοκρατικά και χωρίς καμία πολιτική σκοπιμότητα. Όμως ο κ. Ντράγκι δεν πρέπει να ήταν καθόλου σίγουρος για την νομιμότητα των ενεργειών του, εξ ου και απευθύνθηκε επί πληρωμή, σε νομική γνωμάτευση ιδιωτικού νομικού γραφείου και δεν αρκέστηκε, ως συνηθίζεται, σε μια γνωμάτευση των νομικών συμβούλων της ΕΚΤ.
Τον Ιούλιου του 2015, όταν εζητήθη από την ΕΚΤ η γνωστοποίηση της νομικής γνωμάτευσης που έλαβε, δεδομένου μάλιστα ότι συντάχθηκε και με χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων, για να μάθουμε πράγματι για τη νομιμότητα μιας τόσο κρίσιμης απόφασης που θέτει καίρια ζητήματα για την πολιτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ και για το κατά πόσον η λαϊκή κυριαρχία χωρών σε «πρόγραμμα» είναι συμβατή με την δυνατότητα της ΕΚΤ να κλείνει τις τράπεζες όταν οι κυβερνήσεις τους δεν «συμμορφώνονται» με τις επιταγές της. Ο κ. Ντράγκι απήντησε εγγράφως αρνούμενος να δημοσιοποιήσει την εν λόγω νομική γνωμάτευση, κάνοντας μάλιστα επίκληση στην «υποχρέωση του να προστατέψει» την εμπιστευτικότητα της γνωμάτευσης του ιδιωτικού νομικού γραφείου.
Τίθεται λοιπόν πλειάδα ζητημάτων, νομικών, πολιτικών και οικονομικών, επί των όσων διέλαβαν την περίοδο εκείνη και για τα οποία τόσο εκτενής συζήτηση έχει γίνει.
Κατ’ αρχάς η απάντηση του κ.Ντράγκι είναι απολύτως αίολη νομικά, καθώς το απόρρητο δικηγόρου πελάτη, δεν έχει καμία σχέση με τέτοιου είδους ερμηνεία και επίκληση. Ο δικηγόρος πράγματι οφείλει να τηρεί αυστηρά εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο πελάτης του. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο! Δηλαδή ότι ο πελάτης, εν προκειμένω η ΕΚΤ, οφείλει να τηρεί κανόνες εμπιστευτικότητας για μια γνωμοδότηση που η ίδια εζήτησε! Αυτό είναι πρωτάκουστο και εκ των ων ουκ άνευ! Επ’ ουδενί, δεν σχετίζεται με την εμπιστευτικότητα ενός εγγράφου που ζήτησε και έλαβε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ, που ασκεί δημόσια εξουσία προς όφελος και για λογαριασμό των πολιτών. Ειδικά μάλιστα όταν αυτή η γνωμοδότηση και η επακόλουθη ενέργεια του κλεισίματος των τραπεζών, επηρεάζει καθοριστικά την οικονομία μιας χώρας και τις ζωές των πολιτών της.
Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται, είναι το αυτό καθεαυτό το νόμιμο ή μη του κλεισίματος των ελληνικών τραπεζών από πλευράς ΕΚΤ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 του Καταστατικό του ΕΣΚΤ που αφορά στον ELA «Τα πιστωτικά ιδρύματα στη ζώνη του ευρώ έχουν την δυνατότητα να λαμβάνουν χρηματοδότηση», συνεπώς γεννάται το ερώτημα του κατά πόσο μπορεί να αποφασίσει η ΕΚΤ να περιστείλει αυτή τη «δυνατότητα»; Ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μάριο Ντράγκι για αυτή τη νομιμότητα, δεν ήταν καθόλου σίγουρος, εξ ου και ζήτησε την γνωμοδότηση από ιδιωτικό δικηγορικό γραφείο, την οποία μάλιστα αρνείται να δημοσιεύσει.
Κάποιος κακοπροαίρετος θα μπορούσε να πει ότι η δυνατότητα παροχής ρευστότητας, αίρεται αν η ΕΚΤ κρίνει ότι παρακωλύονται οι στόχοι του Ευρωσυστήματος, θα κληθεί να απαντήσει κιόλας στο κατά πόσο οι στόχοι του Ευρωσυστήματος, που είναι η ομαλή λειτουργία των τραπεζών, εξυπηρετούνται με το κλείσιμο των τραπεζών και την άρνηση παροχής ρευστότητας;
Πέραν τούτου, η ΕΚΤ στην απόφαση που έλαβε μετά την άρνηση αποδοχής από ελληνικής πλευράς της πρότασης του Eurogroup και την απόφαση προκήρυξης δημοψηφίσματος, κάθε άλλο παρά πλήρως πολιτικά ανεξάρτητη ήταν! Παραβίασε λοιπόν την αρχή της πλήρους πολιτικής ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, καθώς είναι κατάδηλο ότι η απόφαση ελήφθη με καθαρά πολιτικά κριτήρια και όχι στα πλαίσια των στόχων και των σκοπών λειτουργίας της ΕΚΤ.
Ακόμη παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας από την άρνηση γνωστοποίησης του λόγου και της νομικής γνωμοδότησης που ζήτησε και έλαβε η ΕΚΤ σχετικά με το νόμιμο των ενεργειών της αναφορικά με το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών.
Ο Καθηγητής Δημοσίου, Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης, Andreas Fisher-Lescano υπογραμμίζει ότι «Η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να παράσχει πρόσβαση στη νομική γνωμοδότηση διότι το δημόσιο συμφέρον δεν προσβάλλεται από τη δημοσίευση μιας τέτοιας γνωμοδότησης. Οι πολίτες της ΕΕ έχουν το θεμελιώδες δικαίωμα να γνωρίζουν τη δράση και το σύννομο ή μη αυτής, των θεσμικών οργάνων της, ειδικά σε καίρια ζητήματα με καθοριστικές επιπτώσεις για τις ζωές τους. Η ΕΚΤ δεν διαθέτει νομικά επιχειρήματα για να αρνηθεί την δημοσιοποίηση των γνωμοδοτήσεων που ζήτησε σχετικά με τις ενέργειες της και, συνεπώς, η άρνηση του κ. Ντράγκι παραβιάζει τις αρχές διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δικαίωμα των πολικών της στην ελευθερία πληροφόρησης (freedom of information)».
Το κίνημα του Γιάνη Βαρουφάκη, DiEM25 ξεκίνησε την εκστρατεία #TheGreekFiles για να γνωστοποιηθεί η νομική γνωμοδότηση, για έναν απλό λόγο που παράλληλα συνιστά και ένα μεγάλο διακύβευμα, διότι η ισχύς της ΕΚΤ επί των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, δεδομένης της δυνατότητας της να κλείνει τις τράπεζες, είναι τεράστια. Και η αυθαίρετη και αδιαφανής άσκηση της από μη εκλεγμένους κεντρικούς τραπεζίτες που συσκέπτονται και αποφασίζουν κεκλεισμένων των θυρών να κλείσουν οι τράπεζες ενός κράτους μέλους, καταργεί την δημοκρατία και, έτσι, απαξιώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση στα μάτια των λαών της.