Το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά ήταν αναμενόμενο. Προκαλεί φυσικά προβληματισμό γιατί ο ειδικός απεσταλμένος του ΓΓ του ΟΗΕ, Άιντε, αποφάσισε να συγκαλέσει μία δεύτερη διάσκεψη μέσα σε 6 μήνες ενώ ήταν σαφές εξ αρχής ότι οι συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει για μία έστω ενδιάμεση συμφωνία. Προφανώς τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν ότι δεν έπρεπε να χαθεί η ευκαιρία που προσέφερε η αποφασιστικότητα και μέχρι πρότινος καλή χημεία μεταξύ Αναστασιάδη-Ακινζί –πλέον το γυαλί μοιάζει να έχει ραγίσει- ενώ και οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στην Κύπρο (Φεβρουάριος 2018) και αργότερα στην Τουρκία δεν επιτρέπουν συμβιβασμούς που απαιτούνται για την επίλυση του Κυπριακού.
Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, η πρόθεση Άιντε να πιέσει τα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να επιτευχθεί μία καταρχήν συμφωνία ήταν εύλογη, ωστόσο όφειλε να λάβει υπόψιν του την πολύ μικρή πρόοδο που είχε συντελεστεί μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου 2017. Οι διαφορές που χωρίζουν τις δύο κοινότητες (ελληνοκυπριακή- τουρκοκυπριακή) φαίνεται να μην έχουν ξεπεραστεί στον επιθυμητό βαθμό, κυρίως στα ζητήματα του εδαφικού, του περιουσιακού, των αποζημιώσεων και σε κάποιο βαθμό και του τρόπου διακυβέρνησης, αν και ο πρόεδρος Αναστασιάδης είτε σε ένδειξη καλής θέλησης, είτε ως ύστατη προσπάθεια να μην ναυαγήσουν οι συνομιλίες, είτε ως ρελάνς έναντι της τουρκικής ανυποχωρητικότητας, προέβη σε αρκετά προωθημένες προτάσεις –οι οποίες πάντως ελέγχονται για τον βαθμό αποτελεσματικότητάς τους.
Ως προς τις εγγυήτριες δυνάμεις η διάσταση απόψεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας παραμένει χαώδης, εφόσον η Άγκυρα επιμένει στην διατήρηση ενός παρωχημένου συστήματος εγγυήσεων, ασφάλειας και παρεμβατικών δικαιωμάτων. Η τουρκική πλευρά, μάλιστα, αποκαλύφθηκε όταν ο υπουργός Εξωτερικών, Τσαβούσογλου, απαντώντας στον Έλληνα ομόλογό του είπε ότι και τα παρεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας πρέπει να διατηρηθούν και πως δε θα διστάσει να κάνει χρήση αυτών.
Να σημειώσουμε εδώ ότι αναφερόμαστε εν έτη 2017 σε μία χώρα κράτος μέλος της ΕΕ στην οποία μία τρίτη χώρα επιθυμεί πέραν του να διατηρεί στρατεύματα, έστω και αν αυτά θα τελούσαν υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς σε σχέση με το τωρινό (κατοχικά στρατεύματα), να έχει την ευχέρεια, κατά την ερμηνεία της, να παρέμβει για την υπεράσπιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Προφανώς κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Εξάλλου, θα καταψηφιζόταν από τους ελληνοκύπριους σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα.
Παράλληλα, η Άγκυρα (χαρακτηριστική των συσχετισμών η εξαφάνιση Ακινζί από τις διαπραγματεύσεις τις οποίες διεξήγαγε εκ μέρους και των Τουρκοκυπρίων σχεδόν αποκλειστικά ο Τσαβούσογλου) επεδίωκε την πρόσβαση Τούρκων πολιτών στις τέσσερις ελευθερίες της ΕΕ, γεγονός που δυνητικά θα μπορούσε να αλλάξει τη δημογραφική σύσταση του νέου κράτους αλλά πιθανόν και να εξαιρέσει την Κύπρο από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα απέφευγαν να δουν Τούρκους πολίτες να μετακινούνται εντός του ευρωπαϊκού χώρου με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία. Η Τουρκία επίσης επιθυμούσε την κατοχύρωση της εκ περιτροπής προεδρίας αλλά και το δικαίωμα βέτο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα για σειρά αποφάσεων, με επίκληση την εξασφάλισή της έναντι των ελληνοκυπρίων. Συνάμα, δεν έκανε ούτε μισό βήμα πίσω σε σχέση με το ρόλο της ως εγγυήτριας δύναμης. Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι αυτός ο μαξιμαλισμός από πλευράς Τουρκίας σε συνάρτηση με την απροθυμία συμβιβασμού συνέβαλαν καθοριστικά στο ναυάγιο του Κραν Μοντανά.
Η διεθνής κοινότητα από την πλευρά της και ειδικότερα τα Ηνωμένα Έθνη φέρουν ακέραια ευθύνη για την τωρινή κατάσταση, οφείλοντας να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι στο ζήτημα αλλά και έναντι των εμπλεκόμενων μερών. Επίσης, πρέπει να διασφαλιστεί πως η αδιαλλαξία της Άγκυρας, που οδήγησε στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων, δε θα χρησιμοποιηθεί εν συνεχεία ως άλλοθι για μία αντιπαραγωγική στάση από πλευράς της στις επικείμενες γεωτρήσεις στο ενεργειακό τεμάχιο 11 της Κύπρου. Παρότι η Τουρκία έχει προδιαθέσει για δυναμικές αντιδράσεις (ενδεικτικές οι πρόσφατες δηλώσεις Γιλντιρίμ πως «δεν θα δεχθούμε τετελεσμένα στη μονομερή εξόρυξη φυσικών πόρων στην Κύπρο), σήμερα, λόγω της άτεγκτης στάσης της στις διαπραγματεύσεις και της εμφανώς δυσχερέστερης θέσης στην οποία έχει περιέλθει είναι σαφώς λιγότερο νομιμοποιημένη για να το πράξει. Έτσι κι αλλιώς, οι απειλές που έχει εκτοξεύσει έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι παράνομες και σε περίπτωση έστω και μερικής υλοποίησης αυτών θα βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση έναντι της διεθνούς οικονομικής κοινότητας. Κινήσεις εντυπωσιασμού ασφαλώς δεν μπορούν να αποκλειστούν, ωστόσο, όχι στον βαθμό που να απειληθεί η ερευνητική και εξορυκτική δραστηριότητα εντός της κυπριακής ΑΟΖ.
Ως προς τη συνέχιση των διαβουλεύσεων είναι μάλλον δύσκολο να προκύψει νέος γύρος το επόμενο διάστημα, διότι πέραν της πολιτικής συγκυρίας (προεδρικές εκλογές στην Κύπρο το Φεβρουάριο του 2018) θα πρέπει πρώτα να έχει σημειωθεί πρόοδος στα ζητήματα που χωρίζουν τόσο Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους όσο και Ελλάδα –Τουρκία. Αν πάντως η τελευταία για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και έντονου φλερτ του Ερντογάν με το εθνικιστικό στοιχείο δεν αποφασίσει να προβεί σε σοβαρές παραχωρήσεις, κυρίως στο σκέλος εγγυήσεων και παρεμβατικών δικαιωμάτων, η λύση του Κυπριακού απομακρύνεται έτι περαιτέρω. Έως σήμερα, επιχείρησε να εξασφαλίσει τις μεγαλύτερες δυνατόν παραχωρήσεις από πλευράς Ελληνοκυπρίων σε σχέση με τη λειτουργία του νέου κράτους, χωρίς, ενώ είχε την πλήρη ευχέρεια, να υποχωρήσει στα ζητήματα εγγυήσεων. Ως εκ τούτου, η Άγκυρα χρεώνεται την αποτυχία εξεύρεσης λύσης στο πιο πολλά υποσχόμενο εγχείρημα διευθέτησης του Κυπριακού εδώ και χρόνια. Θετικό στοιχείο αποτελεί πως αυτή την άποψη συμμερίζεται πλέον μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας, χάρη στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Ερντογάν…
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή