Μέχρι πρόσφατα ελάχιστοι ασχολούντο με τους μετακλητούς υπαλλήλους των υπουργικών γραφείων, οι οποίοι επιλέγονται από τον Υπουργό και η θητεία τους τερματίζεται αυτόματα με τη λήξη της θητείας του. Γι’ αυτό άλλωστε δόθηκε η δυνατότητα στα μέλη της Κυβέρνησης, να τους επιλέγουν με τα δικά του υποκειμενικά κριτήρια, που συνήθως είναι η εμπιστοσύνη και η καλή χημεία μεταξύ τους.
Προφανώς, στο παρελθόν κάποιοι δικαίωσαν την επιλογή τους και προσέφεραν από αυτές τις θέσεις, ενώ κάποιοι άλλοι απλά επιβραβεύτηκαν για την προγενέστερη κομματική τους προσφορά. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή τους εξαρτάται από τους πολιτικούς, των οποίων η εκλογή εξαρτάται από εμάς τους πολίτες, που τους ψηφίζουμε και κρίνουμε το κυβερνητικό έργο που παράγουν μαζί με τους συνεργάτες τους.
Υπάρχουν κυρίως τρεις λόγοι που αντίθετα με το παρελθόν γίνεται τόσος λόγος για τους μετακλητούς σήμερα:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η πολιτική αστάθεια έχει καταστήσει αυτές τις θέσεις λιγότερο επίζηλες. Δύσκολα κάποιος θα αφήσει τη δουλειά του για να εργαστεί ως συνεργάτης ενός υπουργού, γνωρίζοντας ότι έξι μήνες αργότερα μπορεί να είναι άνεργος.
Ο δεύτερος είναι ότι τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης δεν έχουν μαζικές οργανώσεις, όπως συνέβαινε άλλοτε με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. Αυτή ή πραγματικότητα σε συνδυασμό με τον πρώτο λόγο, έχει ωθήσει τα μέλη της Κυβέρνησης να επιλέγουν τους συνεργάτες τους, από μια πολύ μικρότερη δεξαμενή, κομματικών στελεχών, συγγενών και στενών φίλων.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης πριν από ένα χρόνο ο Πρωθυπουργός τόνισε την απόφαση του να περιορίσει τον αριθμό των μετακλητών υπαλλήλων και να ακολουθήσει διαφορετική λογική στη στελέχωση των υπουργικών γραφείων.
Γι’ αυτούς τους τρεις λόγους οι μετακλητοί και οι συγγενικές σχέσεις μεταξύ αυτών και των υπουργών βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ και των κοινωνικών μέσων, αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Όλη αυτή η «μετακλητολογία» όμως ουσιαστικά μικρή ζημιά προξενεί στα κυβερνόντα κόμματα. «Τα ίδια και χειρότερα κάνατε και εσείς» είναι απάντηση τους απέναντι σε ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία. Μεγαλύτερη ζημιά προξενούν αυτοί οι «διάλογοι» στην πολιτική εν γένει και στις μελλοντικές Κυβερνήσεις.
Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να στελεχώσει αυτές τις θέσεις με τα καλύτερα δυνατά στελέχη. Είναι πολύ πιθανό ότι με το κλίμα που δημιουργείται πολλά στελέχη προερχόμενα από τον ιδιωτικό τομέα θα απαντήσουν: «Πού να πάω να μπλέξω; Να διαβάζω μετά στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, ότι είμαι βολεμένος και λαμόγιο ή ποιόν έχω γκόμενο/α; Άσε που με δαύτους μπορεί να καταλήξω και στα δικαστήρια…» ή «Εγώ να πάω, να βάλω τις γνώσεις μου και την εμπειρία μου. Πώς θα συνεννοηθώ με τους τρελούς από τα κόμματα που θέλουν ρουσφέτια και κάνουν τα χατίρια στις συντεχνίες και στα συμφέροντα;»
Προφανώς, στο παρελθόν κάποιοι μετακλητοί υπάλληλοι δικαίωσαν την επιλογή τους και προσέφεραν από αυτές τις θέσεις, ενώ κάποιοι άλλοι απλά επιβραβεύτηκαν για την κομματική τους προσφορά. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, το ίδιο και στο μέλλον. Η «μετακλητολογία», σίγουρα, ευνοεί τους δεύτερους.
Αν το πολιτικό μας σύστημα θέλει τους καλύτερους δυνατούς συνεργάτες για τους υπουργούς, είναι αναγκαίος ένας σταθερός κανόνας, που πρέπει να προκύψει από ευρεία συναίνεση ώστε να μην μεταβάλλεται με κάθε κυβερνητική αλλαγή, ως προς το πόσους μετακλητούς θα έχουμε, πόσο θα αμείβονται, τι προϋποθέσεις και κωλύματα θα υπάρχουν. Έτσι ώστε από αυτή την ανούσια και ελαχίστως πολιτική αντιπαράθεση να προκύψει κάτι θετικό για το μέλλον.