Στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο «Κλεισθένης Ι» και ειδικότερα για τη θέσπιση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος στην τοπική αυτοδιοίκηση, υποστηρίχθηκε από βουλευτές ότι με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθούν τα άκρα (είτε ακροδεξιά είτε ακροαριστερά) και το κόμμα της ΧΑ θα έχει τη χρυσή ευκαιρία να αποκτήσει εκπροσώπηση σε πολλά δημοτικά συμβούλια ή ακόμα την εκλογική δύναμη να επηρεάζει καθοριστικά την τοπική διακυβέρνηση σε πόλεις της χώρας μας.
Η προσέγγιση αυτή για άλλη μια φορά αποθεώνει την πολιτική λογική της προσφοράς εις βάρος της πολιτικής λογικής της ζήτησης, δηλ. της συζήτησης για τα αίτια της ελκυστικότητας της ακροδεξιάς ή κάθε δύναμης που ευνοεί τον ολοκληρωτισμό. Πίσω από τα επιφανειακά επιχειρήματα για τα εκλογικά κουκιά, κρύβεται επιμελώς η έλλειψη απάντησης στα σοβαρά δομικά αίτια ανόδου της ακροδεξιάς και της ηγεμονικής πια ατζέντας της σε μια σειρά ζητημάτων από τον τρόπο διακυβέρνησης μέχρι τα κοινωνικά ζητήματα, το μεταναστευτικό και προσφυγικό, τις έμφυλες σχέσεις, την ανάπτυξη και την οικονομία.
Αναλυτικότερα, ακούστηκε στη Βουλή ότι μια από τις καταστροφικές συνέπειες της απλής αναλογικής θα είναι η ενίσχυση εκπροσώπησης της ΧΑ στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Η άποψη αυτή, αν και φαινομενικά εύλογη, αγνοεί σειρά σημαντικών ζητημάτων για την εκλογική και πολιτική συμπεριφορά, παραμερίζει τα αίτια της παρατηρούμενης εδώ κα χρόνια πια ελκυστικότητας της ΧΑ και δεν λαμβάνει υπόψη τη σημασία της ατζέντας που κερδίζει ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές σε μέλη των δημοτικών συμβουλίων ανεξαρτήτως παράταξης.
Όσον αφορά την εκλογική και πολιτική συμπεριφορά, η ελκυστικότητα της ακροδεξιάς έχει για ιστορικούς λόγους εμπεδωθεί σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της χώρας και είτε αυτόνομα είτε στο πλαίσιο ευρύτερων πολιτικών παρατάξεων, εκφράζεται και θα συνεχίσει να εκφράζεται ανεξαρτήτως εκλογικού συστήματος. Η ακροδεξιά, επίσης, έχει παράδοση στη χώρα μας, δεν αποτελεί σημερινό φαινόμενο παρθενογένεσης, αυτό που έχει μεταβληθεί είναι η οργανωτική της έκφραση και δράση (βλ. σχετικά αφιέρωμα στο Αρχειοτάξιο, τχ 16, Νοέμβριος 2014).
Τα βαθύτερα αίτια ανόδου της ακροδεξιάς σχετίζονται με τις αλλαγές (ιδιαίτερα την έκταση, την ένταση και τη ταχύτητά τους) στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτισμική κυριαρχία της ανταγωνιστικότητας και του ατομισμού. Οι ποιοτικές μάλιστα έρευνες σε χώρες της Ευρώπης δείχνουν ότι η προτίμηση στα ακροδεξιά μορφώματα συνδέεται με μια εμπεδωμένη αίσθηση αδικίας των πολιτών (πχ., έναντι των αλλαγών στο εργασιακό τους περιβάλλον), το φόβο περαιτέρω υποβάθμισης, ανασφάλειας και αίσθηση αδυναμίας για παρέμβαση καθώς και την εσωτερίκευση του οικονομικού και κοινωνικού δαρβινισμού (εγκαθίδρυση της ανταγωνιστικότητας και της ατομο-κεντρικότητας).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ακροδεξιά στρέφονται τόσο πολίτες από την πλευρά των χαμένων της νέας οικονομικής πραγματικότητας όσο και πολίτες από την πλευρά των κερδισμένων. Οι μεν πρώτοι αισθάνονται αδύναμοι και προδομένοι, οι δε δεύτεροι αισθάνονται νικητές που πρέπει να παραμερίσουν όσους στέκονται εμπόδιο ή συνιστούν «βάρος» για τους δημόσιους προϋπολογισμούς.
Η έμμεση υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας ενάντια στους μετανάστες, στους πρόσφυγες και γενικά στους άλλους από τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την ακροδεξιά αλλά καθιστά ακόμα πιο ελκυστική την παρουσία της και την εκλογικής της ενίσχυση. Ο καθημερινός της λόγος σε πολλές περιπτώσεις εστιάζεται στις καθημερινές αγωνίες πολλών πολιτών, ενώ ο λόγος πολλών κομμάτων εξουσίας είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τα ζωτικά προβλήματα μέρους του πληθυσμού.
Η εργαλειοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων ως αποδιοπομπαίων τράγων «δικαίωσε» πλήρως της ατζέντα της ακροδεξιάς και εισήγαγε τεχνηέντως το πολιτικό πλαίσιο για την προώθηση της ιδέας ειδικών καθεστώτων εξαίρεσης, επιτήρησης και αποβολής συνανθρώπων μας με εφαρμογή σε ποικίλες περιστάσεις και προβλήματα.
Πλήθος κοινωνικών ερευνών δείχνει τη μετατόπιση μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα υπέρ της μη ανεκτικότητας, της πρόκρισης ποινικών αντί προνοιακών προσεγγίσεων σε σειρά ζητημάτων αλλά και την ευρεία εγκαθίδρυση μιας κατάστασης γενικευμένης ανασφάλειας και πολιτικής αδυναμίας. Όπως πολύ εύστοχα το έχει διατυπώσει η Β. Γεωργιάδου (2011), «η ακροδεξιά δεν κατασκευάζει ex nihilo (εκ του μηδενός) την ξενοφοβία». Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες διαβρώνουν τη δημοκρατική βάση της κοινωνίας, ενώ η αποχώρηση του κράτους από σειρά πεδίων ρύθμισης και παρέμβασης καθιστά ακόμα πιο ευάλωτους τους ανίσχυρους, τους αδύνατους και τους κακότυχους.
Ως εκ τούτου, η όποια πολιτική απήχηση της ακροδεξιάς, ακόμα και ο συνολικός αριθμός των ψήφων της, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κανενός εκλογικού συστήματος (βλ. και Carter,2002). Άλλωστε και η ελληνική εκλογική εμπειρία δείχνει ότι η χρήση του εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην πολιτική έκφραση και αποτύπωση των κομματικών αλλαγών (βλ. ΕΔΑ το 1958) ούτε ένα σύστημα απλής αναλογικής μεταφράζεται σε διασπορά της ψήφου και εύνοια υπέρ ακραίων κομμάτων (εκλογές 1989), αντιθέτως η εφαρμογή της απλής αναλογικής μπορεί και να συμπίπτει με συσπείρωση των μεγάλων κομμάτων (Μενδρινού, 2000).
Η έμφαση δε στην όποια επίδραση του εκλογικού συστήματος στην παρουσία της ΧΑ δείχνει ότι βουλευτές δεν έχουν διαβάσει αρκετά τα πορίσματα πολιτικών επιστημόνων της χώρας μας, σύμφωνα με τα οποία η εκλογική βάση της ΧΑ είναι συμπαγής και συντεταγμένη, δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο, έχει εισχωρήσει σε πολλές κοινωνικές, επαγγελματικές και ηλικιακές ομάδες (Βερναρδάκης, 2012, Νικολακόπουλος, 2014), ενώ η μίμηση του λόγου της και η υιοθέτηση των απόψεών της διευκολύνουν την εκλογική διείσδυσή της σε ομάδες ψηφοφόρων τόσο της παραδοσιακής Δεξιάς όσο και της Αριστεράς που έχουν αποβάλει την κομματική τους ταύτιση ενώ επιπλέον τη βοηθούν να επιβάλλει τα δικά της διακυβεύματα στον πολιτικό διάλογο (Γεωργιάδου, 2004).
Ακόμα περισσότερο η χρήση εκλογικών εργαλείων για τον περιορισμό της πολιτικής αντιπροσώπευσης της ακροδεξιάς και των ολοκληρωτικών μορφωμάτων στους τυπικούς δημοκρατικούς θεσμούς (όπως τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια) όχι μόνο δεν θα αποτρέψει την «πολιτική μόλυνση» αλλά θα εμπεδώσει την ελκυστικότητά τους ως αντι-συστημικών δυνάμεων!
Η στήριξη πολιτικών δυνάμεων με ρατσιστικό και ξενοφοβικό πρόσημο εκφράζει μια διάχυτη εμπέδωση αυτών των απόψεων στην κοινωνία μας και δεν εξαρτάται από το είδος των εκλογικών συστημάτων. Η κοινωνική αποθέωση του ατομισμού, της ανταγωνιστικότητας και της βίας δεν περιορίζεται μέσω εκλογικών συστημάτων, απεναντίας διαβρώνει κάθε πολιτικό χώρο με την υιοθέτηση συγκεκριμένου πολιτικού λόγου αλλά και πράξεων.
Η απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα θα κάνει πιο εμφανή την πολιτική έκφραση των συμπολιτών μας και θα αναδείξει την ανάγκη συσπείρωσης και συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων σε κάθε τοπική κοινωνία. Η πολιτική αποξένωση, αποχή και αδιαφορία έχει κόστος και θα είναι άμεσα αντιληπτό ότι η στάση αυτή ωφελεί σε πολλές περιπτώσεις αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Η ψήφος του πολίτη θα είναι ισότιμη εκλογικά και ως εκ τούτου η δικαιολογία περί ανίσχυρης ψήφου («αφού ο πρώτος τα έπαιρνε όλα») δεν υφίσταται πλέον. Η πολιτική ποικιλομορφία στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια θα αναδείξει νέες θεματικές πολιτικής παρέμβασης και νέες συμμαχίες προώθησης ζητημάτων που μέχρι σήμερα «πνίγονται» από την εκλογική κυριαρχία των παρατάξεων που πλειοψηφούν (έστω και οριακά).
Η ενδυνάμωση των άκρων και ειδικότερα της ολοκληρωτικής δεξιάς δεν περιμένει την απλή αναλογική! Είναι ήδη παρούσα κοινωνικά και πολιτισμικά ενώ έχει διαβρώσει συνολικά και την πολιτική ατζέντα σε πολλά ζητήματα. Ας αντιμετωπίσουμε ειλικρινά το ζήτημα ως ενεργοί πολίτες στον καθημερινό μας πολιτικό βίο και ας αντισταθούμε σε εκείνες τις κοινωνικές και πολιτικές απόψεις που προάγουν τη μισαλλοδοξία, τη μη ανεκτικότητα, τη βία, την ανταγωνιστικότητα και τον ατομισμό. Προπαντός ας αντισταθούμε στα εύπεπτα επιχειρήματα πολιτικής αντιπαράθεσης που αρνούνται να αναμετρηθούν με το πραγματικά απειλητικό φαινόμενο, αυτό της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας της ακροδεξιάς και του ολοκληρωτισμού μπροστά στην αδράνεια, αδιαφορία έως και αδιαφοροποίητη υπεροψία των κατεστημένων κομμάτων και της τεχνοκρατίας έναντι των δομικών προβλημάτων του σημερινού πολίτη.