Το τεράστιο δίχτυ προστασίας που έχει απλώσει πάνω από την ζώνη των ευρωπαϊκών ομολόγων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε η Ελλάδα βγαίνοντας στις αγορές μέσω της έκδοσης νέου 10ετούς ομολόγου. Η επιτυχία της έκδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου δεν επαφίεται μόνο στο benchmark του 1,57% το οποίο κυνήγησε η Ελλάδα για να αντλήσει 3 δισ. ευρώ συγκεντρώνοντας προσφορές που ξεπέρασαν τα 17 δισ. ευρώ, αλλά και στο ότι το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ φάνηκαν να χαρτογραφούν τη στρατηγική διαμόρφωσης μιας καμπύλης αποδόσεων (7ετές, 15ετές, 10ετές) αν φυσικά συνεχίσουν να κινούνται με ανάλογες προοπτικές εκδόσεων, δίνοντας βάθος στο συνολικό ελληνικό χρέος.
Με την επέκταση του έκτακτου προγράμματος πανδημίας Pandemic Emergency Purchase Programme -PEPP- κατά 600 δισ. ευρώ στα 1,35 τρισ. ευρώ, την παράταση της ισχύος του προγράμματος μέχρι τον Ιούνιο του 2021, και τις λήξεις να επανεπενδύονται για τουλάχιστον μέχρι το 2022, η ΕΚΤ δύναται συνολικά να αγοράσει περισσότερα από 27 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα. Μέχρι τον Μάιο οι αγορές μέσω του PEPP έφτασαν τα 4,68 δισ. ευρώ. Ωστόσο τα διαθέσιμα εμπορεύσιμα στην δευτερογενή αγορά ομολόγων -καθώς η ΕΚΤ δεν αγοράζει πρωτογενώς χρέος- δεν ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ. Συνεπώς το «μπαζούκα» της Κριστίν Λαγκάρντ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ολόκληρη την έκτασή του για τα ελληνικά ομόλογα, καθώς θεμελιώνεται στη λογική της αγοράς ομολόγων από τη Φρανκφούρτη και στη συνέχεια της επανατοποθέτησης των επενδυτών σε άλλο τίτλο μακρύτερης διάρκειας. Χωρίς να υπάρχουν εμπορεύσιμοι ελληνικοί τίτλοι στην αγορά, «σπάει» η επενδυτική αλυσίδα και το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης χάνει την δυναμική του.
Το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης δεν είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί πλήρως η Ελλάδα ούτε επί προεδρίας Μάριο Ντράγκι στην ΕΚΤ ώστε να βγει στις αγορές με χαμηλά επιτόκια. Στα μνημονιακά χρόνια, και πιο συγκεκριμένα το 2010, ο ΟΔΔΗΧ βγήκε στις αγορές με 10ετές ομόλογο αντλώντας 5 δισ. ευρώ με κουπόνι 6,25%. Εν έτει 2012 η απόδοση του 10ετούς σκαρφάλωσε στα δυσθεώρητα επίπεδα του 36,59% καθώς η χώρα βρέθηκε με «το ένα πόδι» εκτός Ευρωζώνης και όλοι στοιχημάτιζαν στη χρεοκοπία της.
Το 2018 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγοντας το δρόμο της «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια, απώλεσε το καθεστώς του waiver και της φθηνής ρευστότητας προς τις τράπεζες από την ΕΚΤ. Χωρίς το πέπλο ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πάνω από τα ελληνικά ομόλογα, η απόδοση του 10ετούς τίλου κυμαίνονταν πέριξ του 4%, ακολουθώντας μια πτωτική τάση. Με το πέρας 9 ετών ο ΟΔΔΗΧ πήρε την απόφαση το Μάρτιο του 2019 να βγει ξανά στις αγορές με νέο 10ετές αντλώντας 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,87% και σχεδόν τετραπλάσιο ύψος προσφορών. Ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα η επανέκδοση 10ετούς ομολόγου, μέσω της οποίας το ελληνικό δημόσιο άντλησε 1,5 δισ. ευρώ, στο ιστορικό χαμηλό του 1,5% με τις προσφορές να είναι σχεδόν πενταπλάσιες. Η αναζήτηση αποδόσεων από τους επενδυτές σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων οδήγησε σε σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Ορόσημο αποτέλεσε ο Φεβρουάριος του 2020 όταν το yield του 10ετούς «έσπασε το φράγμα» του 1% φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό του 0,94%.
Παρ'όλα αυτά στο συνολικό εγχείρημα της έκδοσης ομολογιών εντοπίζονται αρκετές δυσκολίες καθώς η Ελλάδα πέραν του ότι έχει ένα πολύ υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ (σύμφωνα με το ΔΝΤ θα ξεπεράσει το 200% το 2020), έχει «μπει από το παράθυρο» στο έκτακτο QE της ΕΚΤ χωρίς να διαθέτει το investment grade. Η ανοιχτή κάνουλα ρευστότητας από την ΕΚΤ ευνοεί τα ελληνικά ομόλογα, καθώς ως junk bonds -κοινώς ομόλογα σκουπίδια- γίνονται ελκυστικά στους επενδυτές (από το 4,5% στο 1,25% το 10ετές) μόνο δια χειρός της Κριστίν Λαγκάρντ. Εάν λοιπόν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τηρήσει το χρονοδιάγραμμα για το έκτακτο πρόγραμμα PEPP, και δεν υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών που θα επιφέρει νέα παράταση, τότε η Ελλάδα είτε θα πρέπει να καλύψει, κόντρα στο ρεύμα των υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης τα τρία σκαλοπάτια που απέχει από το investment grade για να συμμετέχει κανονικά στο επόμενο QE της ΕΚΤ, είτε θα πρέπει να μπει σε πρόγραμμα για να συμμετέχει μέσω waiver. Άρα το βραχυπρόσθεσμο όφελος της ΕΚΤ στα ομόλογα και στα spread μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο κίνδυνο αν δεν υπάρξει συγκεκριμένο πλάνο και στρατηγική για το χρέος.
Φυσικά όλα είναι αλληλένδετα και η Ελλάδα προς ώρα δεν δείχνει να θέλει «χτυπήσει την πόρτα» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για δάνεια με αρνητικό επιτόκιο μέσω του προγράμματος Pandemic Crisis Support. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αντλήσει 3,7 δισ. ευρώ, καθώς κάθε κράτος μπορεί να απορροφήσει το 2% του ΑΕΠ του από το πρόγραμμα, ενώ σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup όσοι επωφεληθούν από το πρόγραμμα θα υπόκεινται σε ενισχυμένη παρακολούθηση (enhanced surveillance) από την Κομισιόν, κάτι που όμως ήδη ισχύει για την Ελλάδα. Επομένως η προσφυγή στην προληπτική γραμμή του ESM μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά ένα ισχυρό «μαξιλάρι» για την Ελλάδα ούτως ώστε να συμμετέχει μέσω waiver σε όλα τα προγράμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.