Στο περιθώριο μπαίνει ο κίνδυνος ενεργοποίησης του αναβαλλόμενου φόρου για τις τράπεζες, με τους επενδυτές να έχουν βγάλει από το προσκήνιο το θέμα που άλλοτε ήταν, μαζί με τα NPLs, το μεγαλύτερο «αγκάθι» για τις τράπεζες.
Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πολύ υψηλή συμμετοχή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαιά τους - κάτι που αναμφίβολα επιδεινώνει την ποιότητα των κεφαλαίων τους -, εντούτοις η οπτική για το «κεντρί» του αναβαλλόμενου φόρου έχει αλλάξει εντελώς. Στις συναντήσεις τους με τους επενδυτές, μετά τη σταθερή πορεία μείωσης των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες δεν ερωτώνται πια για τον κίνδυνο του DTC, παρά μόνο για τα σχέδια ανάπτυξης και τις νέες χορηγήσεις.
Τι έχει αλλάξει και το «κεντρί» δεν έχει πια «δηλητήριο»; Πολύ απλά, το γεγονός ότι για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες απομακρύνεται ο κίνδυνος ζημιογόνων χρήσεων που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τον DTC, καθώς οι τράπεζες εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους και διαμορφώνουν ασφαλείς προοπτικές για την επίτευξη σταθερής κερδοφορίας. Η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων μέσω του «Ηρακλή» συνοδεύεται από κινήσεις των τραπεζών που σηκώνουν «τείχος άμυνας» στον DTC, όχι μόνο για μία χρήση όπως κατάφεραν μέσω των hive – down (εταιρικός μετασχηματισμός), αλλά και για επόμενες μέσω των κινήσεων δημιουργίας κεφαλαίων.
Παράλληλα, το μακροοικονομικό περιβάλλον αλλάζει άρδην θετικά, με προβλέψεις για ανάπτυξη πάνω από 4% το 2021 και ετησίως 4,5% - 5% τα έτη 2022 – 2024, δημιουργώντας προϋποθέσεις ανόδου και κερδοφορίας για τις τράπεζες.
Στις συνθήκες αυτές ο «μπαμπούλας» του DTC δεν φοβίζει πια.
Τη νέα οπτική του περιθωριοποιημένου κινδύνου από τον αναβαλλόμενο φόρο, έδωσε χθες για τις τράπεζες, ο Γενικός Διευθυντής και CFO της Alpha Bank, Λάζαρος Παπαγαρυφάλλου, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής ενημέρωσης για το σχέδιο «Tomorrow» της Alpha Bank και την επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
«Η Alpha Bank, ήδη από το 2022, θα είναι κερδοφόρα και με την επικείμενη ΑΜΚ που δημιουργεί αυξημένη δυναμική για κερδοφορία, μεγιστοποιείται η δυνατότητα ανακτήσεων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις είναι asset για τις τράπεζες. Επομένως, με την εξυγίανση των ισολογισμών τους και την επάνοδο σε κερδοφόρες χρήσεις, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις είναι περισσότερο από ποτέ ανακτήσιμες για τις τράπεζες», είπε ο κ. Παπαγαρυφάλλου.
Στο ότι «πλέον δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία για την ανάκτηση του DTC», o κ. Παπαγαρυφάλλου πρόσθεσε ότι επιπλέον οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις κατηγοριοποιούνται και σε διαφορετικές πηγές προέλευσης που συνοδεύονται από μακρές περιόδους αποσβέσεων (π.χ. 20ετής απόσβεση για αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις από το PSI, έως 20ετής απόσβεση για εμπροσθοβαρείς κινήσεις μείωσης των NPEs).
Όπως τόνισε ο κ. Παπαγαρυφάλλου, οι τράπεζες δεν έχουν κανένα θέμα ούτε με τον επόπτη (SSM, ΤτΕ) για τον αναβαλλόμενο φόρο «ο οποίος ναι μεν δεν είναι ποιοτικό κεφάλαιο, αλλά οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι οι μόνες με αναβαλλόμενο φόρο», αλλά ούτε και με τους επενδυτές οι οποίοι «δεν συζητούν πια καν το θέμα». Σημειώνεται ότι στην αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου, συνδυαστικά με τη μείωση των κόκκινων δανείων, η ΤτΕ είχε στηρίξει την πρότασή της για τη σύσταση Asset Management Company.
Υπενθυμίζεται ότι ο αναβαλλόμενος φόρος ήταν μέτρο φορολογικής βοήθειας που δόθηκε στις τράπεζες ως αντιστάθμισμα για τις ζημιές που υπέστησαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων PSI το 2012. Με βάση τον νόμο για τον αναβαλλόμενο φόρο, δόθηκε στις τράπεζες η δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του κουρέματος των ομολόγων τους με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον. Απέκτησαν έτσι έναν «κουμπαρά» κεφαλαίων τον οποίο συνυπολόγισαν στα κεφάλαιά τους, μειώνοντας ισόποσα τις όποιες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα προέκυπταν από τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ.
Καθώς το όφελος αυτό δόθηκε με την εγγύηση του Δημοσίου, ο νόμος προέβλεπε ότι στην περίπτωση ζημιών για κάποια τράπεζα, το Δημόσιο θα έπρεπε να καλύψει το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου με μετρητά. Αυτό συνέβη πρόσφατα – για πρώτη φορά, πανευρωπαϊκά – στην περίπτωση της μη συστημικής Attica Bank και το Υπουργείο Οικονομικών, μαζί με την εποπτεύουσα Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την ΑΑΔΕ και την ΕΛΤΕ καλούνται να διαμορφώσουν το πλαίσιο για την ενεργοποίηση του DTC στην πράξη.