Ανθεκτική αποδείχτηκε η μικρομεσαία και η νέα επιχειρηματικότητα στη χώρα μας στην κρίση του Covid-19, ενώ οι αντοχές της παραμένουν και στην τρέχουσα κρίση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την εκτίναξη του πληθωρισμού, του ενεργειακού κόστους και του κόστους των πρώτων υλών. Ωστόσο, οι διαχειρίσιμες μέχρι στιγμής επιπτώσεις της νέας κρίσης, δεν δημιουργούν εφησυχασμό, αφού ο τελικός της αντίκτυπος θα φανεί το 2023. Τον «συναγερμό» χτυπά η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για αύξηση του αριθμού των ζημιογόνων επιχειρήσεων στη χώρας κατά 27,6% τον Φεβρουάριο του 2023, ένα χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νέων επιχειρημάτων εγχειρημάτων από το 2020 μέχρι σήμερα, αποδεικνύουν τα στοιχεία δύο μελετών. Η πρώτη («Η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα 2020-2021») από το ΙΟΒΕ που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Attica Bank και η δεύτερη από την Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Ξεκινώντας από τη μελέτη του ΙΟΒΕ που αφορά στην περίοδο της πανδημικής κρίσης, διαπιστώνεται ότι το ποσοστό του πληθυσμού που διέκοψε ή ανέστειλε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2020 στη χώρα μας ανήλθε σε 2,2%, επίπεδο αρκετά χαμηλότερο από το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος (3,6%). Σημαντικότερους λόγους αναστολής λειτουργίας το 2020 αποτέλεσαν η έλλειψη κερδοφορίας (37,3%) και οι επιπτώσεις της πανδημίας (22,8%).
Παράλληλα, στην Ελλάδα το 2020, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύθηκε στο 8,6% (από 8,2% το 2019). Πρόκειται για την τρίτη χρονιά ανόδου και μια από τις διαχρονικά υψηλότερες επιδόσεις στην εγχώρια αγορά.
Προχωρώντας στην νέα κρίση του 2022, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που επιδείνωσε τις ήδη επιβαρυμένες διεθνείς αγορές ενέργειας και πρώτων υλών, καθώς και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας δείχνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκπλήσσουν θετικά με τις αντοχές τους. Ενώ το πλήγμα που δέχονται οι ελληνικές επιχειρήσεις αποδεικνύεται υψηλού εύρους και βάθους, η χρηματοοικονομική εικόνα τους παραμένει υγιής και τα σχέδια ανάπτυξής τους ενεργά, αναφέρει η Εθνική Τράπεζα.
Αυξημένη η αβεβαιότητα στον τομέα των ΜμΕ
Η έρευνα της ΕΤΕ σε δείγμα 600 επιχειρήσεων (στο διάστημα Απριλίου-Μαΐου) αναδεικνύει την αυξημένη αβεβαιότητα που πλήττει τον τομέα των ΜμΕ, με το 41% να δηλώνει άμεσο αντίκτυπο από τον πόλεμο (και το ½ αυτών να τον ορίζει ως έντονο). Σε επίπεδο κλάδων, το πλήγμα είναι εντονότερο σε βιομηχανία και εμπόριο, με το ½ των αντίστοιχων ΜμΕ να δηλώνουν ευθέως εκτεθειμένες στη συγκυρία (έναντι 25-30% σε υπηρεσίες και κατασκευές). Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ οδηγήθηκε σε πτώση 11 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, με την ανησυχία να εντοπίζεται κυρίως στις ρευστές συνθήκες που επικρατούν σήμερα.
Παρά ταύτα, η κατάσταση δείχνει στην παρούσα φάση διαχειρίσιμη, δεδομένου ότι:
- O Δείκτης Εμπιστοσύνης (παρά την πτώση) παραμένει σε θετικό έδαφος για όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων, σηματοδοτώντας τη διατήρηση επεκτατικών στρατηγικών για την πλειοψηφία του τομέα.
- Το ποσοστό των ΜμΕ με έντονα προβλήματα ρευστότητας παραμένει στο ιστορικό χαμηλό του 9%, ενώ παράλληλα το αδύναμο κομμάτι που βρίσκεται σε κατάσταση επιβίωσης παραμένει κοντά στο 15% (έναντι 35% στην αιχμή της πανδημίας και 45% κατά την κορύφωση της κρίσης).
Η Εθνική Τράπεζα διαβλέπει σημάδια αισιοδοξίας, αφού η έρευνά της δείχνει πως για το επόμενο εξάμηνο, οι ΜμΕ δείχνουν αυξημένη πρόθεση για προσλήψεις (το ¼ του τομέα σχεδιάζει να προχωρήσει σε προσλήψεις – ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τα δεδομένα της περυσινής χρονιάς), ενώ για την επόμενη πενταετία, η δυναμική των πωλήσεων εκτιμάται ότι θα είναι ενισχυμένη κατά 2% ετησίως (σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία), καθώς τόσο το ποσοστό των αναπτυξιακών ΜμΕ όσο και η ένταση ανάκαμψης σε επίπεδο επιχείρησης θα είναι υψηλότερα. Η αισιόδοξη αυτή οπτική των επιχειρήσεων εν μέρει αντανακλά τις ευκαιρίες που ανοίγονται μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης και άλλων συναφών επενδυτικών προγραμμάτων.
Από την άλλη πλευρά, πάντως, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κάνει δυσοίωνες προβλέψεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αναφέροντας σε έκθεσή της («Ukraine economic shock») ότι τον Φεβρουάριο του 2023, ο αριθμός των ζημιογόνων επιχειρήσεων στην Ελλάδα θα έχει αυξηθεί κατά 27,6%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ε.Ε. και αποδίδεται στο ότι η παραγωγή στην Ελλάδα είναι από τις πιο ενεργοβόρες πανευρωπαϊκά και επομένως, η ακριβή ενέργεια θα επιφέρει μεγαλύτερο πλήγμα στις επιχειρήσεις. Η ΕΤΕπ, μάλιστα, προβλέπει και αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που θα βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας κοντά στο 30%.