Παρά την άνοδο των επιτοκίων και την αύξηση του ενεργειακού κόστους, το 2023 δεν αναμένεται να δούμε αντιστροφή της τάσης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, εκτίμησε ο Θοδωρής Τζούρος, Ανώτερος Γενικός Διευθυντής, Επικεφαλής Corporate & Investment Bankingτης Τράπεζας Πειραιώς, από το βήμα του συνεδρίου του Economist με θέμα Sustainable Finance in Uncertain Times.
Όπως υπογράμμισε, παρά τις προκλήσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, ακόμη και σε πρώιμους δείκτες των NPLs, όπως οι μικρές καθυστερήσεις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, στα πρώτα δηλαδή δάνεια που επηρεάζονται σε μια κρίση, δεν καταγράφονται ανησυχητικά στοιχεία.
Ο κ. Τζούρος αναφέρθηκε σε μια σειρά από σημαντικούς λόγους που στηρίζουν την εκτίμηση ότι δεν θα υπάρξει νέο κύμα NPLs.
1) Το ιδιωτικό χρέος που βρίσκεται στους ισολογισμούς των τραπεζών έχει μειωθεί από €250δισ. το 2008 σε €110δισ. στο τέλος του 2021 και από το 103% του ΑΕΠ, αντιστοιχεί στο 60% του ΑΕΠ. Τα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 17% του ΑΕΠ από 32% το 2008 και τα καταναλωτικά το 4% από 16% το 2008.
Αυτό έχει συμβεί, καταρχάς γιατί οι τράπεζες μεταβίβασαν το προβληματικό κομμάτι του χαρτοφυλακίου τους σε οχήματα τιτλοποίησης μέσω του προγράμματος Ηρακλή, μεταφέροντας ουσιαστικά εκτός ισολογισμού ένα μεγάλο κομμάτι δανεισμού, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά και σε μικρότερο βαθμό οι επιχειρήσεις ήταν απρόθυμες να προβούν στην άντληση νέου δανεισμού τα τελευταία έτη λόγω της υψηλής αβεβαιότητας. Συνεπώς σήμερα τα δάνεια που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες αντιπροσωπεύουν μικρότερο κομμάτι της οικονομίας, και μάλιστα αντιπροσωπεύουν το πιο υγιές και ανθεκτικό μέρος της.
2) Οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν μετά από μια δεκαετή κρίση χρέους και μετά την κρίση της πανδημίας είναι εξαιρετικά ανθεκτικές, προσαρμοστικές και με υγιείς ισολογισμούς. Ακόμα και σε μικρομεσαίες εταιρίες παρατηρούμε επίπεδα καθαρού δανεισμού που δεν ξεπερνούν τις 3 με 4 φορές το EBITDA – που σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά θα μπορούν να εξυπηρετηθούν, ακόμη και σε μια συρρίκνωση των περιθωρίων κερδοφορίας που αναπόφευκτα θα δούμε τους επόμενους μήνες λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
3) Η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερη επίδοση από την υπόλοιπη ευρωζώνη, με εκτιμώμενη άνοδο του ΑΕΠ άνω του 6% φέτος και 2-3% το 2023. Βασικοί μοχλοί ανάπτυξης αποτελούν η ισχυρή ώθηση από τον τουρισμό, η μικρότερη εξάρτηση σε ενέργεια προερχόμενη από Ρωσία αλλά και τα σημαντικά κονδύλια – της τάξης του 86 δισ. ευρώ - που αναμένονται από ευρωπαϊκά προγράμματα.
Ταυτόχρονα, καταγράφεται εκρηκτική άνοδος των άμεσων ξένων επενδύσεων σε Ελλάδα, με €4,8δισ. το 2022 (+70% σε ετήσια βάση) ενώ στο πεντάμηνο του 2022 είμαστε ήδη στα €3,5δισ. Βλέπουμε μια σειρά από σημαντικές επενδύσεις να υλοποιούνται στην χώρα μας διεθνείς ομίλους, με πιο πρόσφατη την είσοδο του Singapore Fund στη ξενοδοχειακή αλυσίδα Sani-Ikos.
4) Η ελληνική κυβέρνηση, με τη συνδρομή των αυξημένων φορολογικών εισόδων έχει προβεί σε σημαντική επιδότηση του ρεύματος σε νοικοκυριά αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το 90% της αύξησης του ρεύματος να μην έχει περάσει στα νοικοκυριά. Ανάλογη υποστήριξη θα δοθεί και στους λογαριασμούς φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες, και το σημαντικό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κόστους χρηματοδοτείται από το ταμείο ενεργειακής μετάβασης και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.
5) Και το τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό, οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν άμεσα ένα δυνητικό κύμα ΝPLs και συνεργάζονται με servicers που διαθέτουν μεγάλη τεχνογνωσία, όπως η Intrum, η Cepal, η DoValue, ώστε σήμερα ακόμα και δάνεια με μερικές μέρες καθυστέρησης μεταφέρονται άμεσα στους διαχειριστές για επικοινωνία.
Αναφερόμενος σε πιθανά προβλήματα στην ελληνική οικονομία και τις τράπεζες από την αναταραχή στην αγορά ενέργειας και τις επιχειρήσεις του κλάδου, ο Ανώτερος Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς σημείωσε ότι στην Ελλάδα η δομή της αγοράς είναι διαφορετική από την αντίστοιχη της βόρειας Ευρώπης, με αποτέλεσμα να μην έχουμε ανάλογα φαινόμενα.
Στην Ελλάδα η εξάρτηση από το φυσικό αέριο είναι στο 40% της ηλεκτροπαραγωγής, και από αυτό περίπου το 40% είναι ρωσικής προέλευσης και παρέχεται μέσω του αγωγού Turkstream. Οι ροές συνεχίζονται κανονικά μέχρι σήμερα ενώ η ενεργοποίηση και του αγωγού στην Αλεξανδρούπολη μέσα στο 2023 θα ενισχύσει την ανεξαρτησία της χώρας από το ρωσικό αέριο.