Η UBS συμφώνησε να εξαγοράσει την καταρρέουσα, εγχώρια αντίπαλό της Credit Suisse για 3,25 δισεκατομμύρια δολάρια την Κυριακή, με διεθνείς αναλυτές να χαρακτηρίζουν το ιστορικό deal ως «γάμο από ανάγκη».
Παρά τις τολμηρές διακηρύξεις των ελβετικών αρχών και των κεντρικών τραπεζών για επιστροφή στη σταθερότητα, η συμφωνία δεν φαίνεται να έχει βάλει τέλος στις ανησυχίες των παγκόσμιων αγορών για συστημικούς κινδύνους και ξέσπασμα μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Μετά από χρόνια βαριών απωλειών και σκανδάλων, η πρόσφατη υποχώρηση της μετοχής της Credit Suisse ξεκίνησε μετά την κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Signature Bank με έδρα τις ΗΠΑ και επιδεινώθηκε όταν ο μεγαλομέτοχός της, η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας ξεκαθάρισε ότι δεν μπορούσε να παράσχει άλλη οικονομική βοήθεια. Η ανακοίνωση ενός δανείου ύψους 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας απέτυχε να κατευνάσει τις αγωνίες των επενδυτών και τελικά κατέστησε αναγκαία την «έκτακτη διάσωση» της 167χρονης και 7ης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας του πλανήτη από τον ντόπιο «αντίπαλό» της, την UBS.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τραπεζική κρίση, πρώτο θύμα τα ομόλογα...
Ο πρόεδρος της Credit Suisse Άξελ Λέμαν σε συνέντευξη Τύπου την Κυριακή υπογράμμισε ότι «οι τελευταίες εξελίξεις που προήλθαν από τις τράπεζες στις ΗΠΑ μας έπληξαν την πιο δυσμενή στιγμή. Η επιταχυνόμενη απώλεια της εμπιστοσύνης και η κλιμάκωση τις τελευταίες ημέρες κατέστησαν σαφές ότι η Credit Suisse δεν μπορεί πλέον να υπάρχει στην τρέχουσα μορφή της». «Είμαστε χαρούμενοι που βρήκαμε μια λύση, η οποία είμαι πεπεισμένος ότι θα φέρει διαρκή σταθερότητα και ασφάλεια για τους πελάτες, το προσωπικό, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την Ελβετία» πρόσθεσε.
Το deal έκλεισε με τιμή περίπου 3 δισ. ελβετικά φράγκα (3,25 δισ. δολάρια) ή 0,76 φράγκα ανά μετοχή της Credit Suisse, τίμημα υψηλότερο από το 1 δισ. δολάρια που πρότεινε η UBS νωρίτερα μέσα στην Κυριακή. Σημειώνεται πως με βάση τα στοιχεία του κλεισίματος της Παρασκευής στο χρηματιστήριο της Ζυρίχης, η αξία της Credit Suisse ανερχόταν στα 7,4 δισ. ελβετικά φράγκα (8 δισ. δολάρια) ενώ η αξία της UBS στα 60 δισ. φράγκα.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Καθησυχάζουν ΕΒΑ - SSM: Ανθεκτικός ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος - Πρώτα «κούρεμα» στους μετόχους, μετά στα AT1
Οι όροι του deal
- Η συμφωνία δεν θα τεθεί προς έγκριση των μετόχων της Credit Suisse, όπως ανακοίνωσε η τράπεζα.
- Από την πλευρά της, η UBS ανακοίνωσε πως θα καταργήσει τον κλάδο επενδυτικής τραπεζικής της Credit Suisse.
- Η UBS υποστηρίζει πως η συμφωνία θα οδηγήσει το νέο εταιρικό σχήμα σε μείωση κόστους ύψους 8 δισ. δολαρίων μέχρι το 2027.
- Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB) θα παρέχει την απαιτούμενη ρευστότητα για τη χρηματοδότηση του deal, με «γραμμή» κρατικών εγγυήσεων έως και 100 δισ. ελβετικών φράγκων (πάνω από 100 δισ. δολάρια).
- Πέρα από αυτά τα χρήματα, η κυβέρνηση της Ελβετίας θα διαθέσει στην UBS 9 δισ. φράγκα για ενδεχόμενες πιστωτικές ζημίες από την απόκτηση της Credit Suisse.
«Πρόκειται για μια λύση που διασφαλίζει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και προστατεύει την ελβετική οικονομία» τονίζεται στην ανακοίνωση της SNB.
Στη σχετική συνέντευξη Τύπου αναφέρθηκε πως το τελευταίο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν διαρροές καταθέσεων από την Credit Suisse και η συμφωνία με την UBS ήταν «η καλύτερη λύση» για τη σταθεροποίηση της τράπεζας. «Με τους όρους της συμφωνίας για την εγγύηση σχετικά με ενδεχόμενες ζημίες, η UBS αναλαμβάνει την κάλυψη των πρώτων 5 δισ. φραγκών, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των επόμενων 9 δισ. φραγκών και η Credit Suisse των υπόλοιπων ζημιών» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Ωστόσο, οι μετοχές τόσο της UBS όσο και της Credit Suisse υποχώρησαν το πρωί της Δευτέρας. Η Goldman Sachs ανέφερε ότι η συμφωνία και οι σχετικές εγγυήσεις ρευστότητας και ζημιών παρείχαν «σαφήνεια» και μείωσαν τους κινδύνους. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική τράπεζα έχει επιστρέψει σε μια υπέρβαρη κατανομή στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
«Φυσικά, έχουμε επίγνωση ότι η κατάσταση μεταξύ των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ παραμένει ρευστή. Όμως, όπως συζητήσαμε την Παρασκευή, παρηγορούμαστε από την περιορισμένη μετάδοση σε μεγαλύτερες τράπεζες, μια τάση που αναμένουμε ότι θα συνεχιστεί», εκτιμούν οι αναλυτές του κολοσσού της Wall Street.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ποιοι «κάηκαν» από την κατάρρευση της Credit Suisse - Τι σηματοδοτεί ο μηδενισμός των AT1
Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Smead Capital Management, Κολ Σμιντ, επισημαίνει πως αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες βοηθούν τους δανειστές «που δεν κάνουν ανοησίες στα περιουσιακά τους στοιχεία». «Οι κακές χρηματιστηριακές αγορές έκαναν τις επενδυτικές τράπεζες να μείνουν πίσω, αλλά οι εμπορικές τράπεζες φαίνονται καλά δίπλα τους», σχολίασε ο ίδιος μέσω e-mail, αναφέροντας την JPMorgan και την Bank of America ως τίτλους που του αρέσουν ιδιαίτερα.
Ο Σμιντ επεσήμανε επίσης ότι οι επενδυτές θα μπορούσαν να αναμένουν υψηλότερες αποδόσεις ενεργητικού από την ενοποιημένη οντότητα των UBS-Credit Suisse, καθώς και περισσότερη συνοχή στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα. Ωστόσο, παραμένουν μεγαλύτερα ερωτήματα σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο της συμφωνίας στην αγορά.
«Η συμφωνία λύνει αυτό που θεωρώ ως "ιδιοσυγκρασίακό πρόβλημα" στην Credit Suisse, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι μια αρκετά μεγάλη αντιπυρική ζώνη για να σταματήσει τη φωτιά στην αγορά", τονίζει ο Τζέιμς Σιμ, επικεφαλής μετοχών της επενδυτικής διαχείρισης River and Mercantile με έδρα το Λονδίνοο ίδιος, σημειώνοντας όμως ότι το υπόλοιπο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι «πολύ πιο εύρωστο» από ό,τι πριν.
Από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση, οι τράπεζες της ηπείρου έχουν δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να αντέξουν τους συστημικούς κινδύνους. Ο Σιμ άφησε να εννοηθεί ότι εάν οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών υποχωρήσουν σημαντικά -ως απόρροια της συμφωνίας-, ο ίδιος ίσως να «αρχίσει να αγοράζει επιφυλακτικά κάποιες μετοχές», ενδεχομένως ακόμη και της UBS.
«Βραχυπρόθεσμα, η αγορά δεν θα δει με καλό μάτι αυτήν τη συμφωνία για την UBS, δεν είναι βασικός πυρήνας της στρατηγικής της, αλλά νομίζω ότι μεσοπρόθεσμα τής δίνει ένα δυνητικό πλεονέκτημα για να ανταγωνιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο τους Αμερικανούς και την τοποθετεί στην πρωτοκαθεδρία των ελβετικών τραπεζών», εκτίμησε.
Οι κίνδυνοι παραμένουν
Αν και η συμφωνία θα μπορούσε να θέσει τέλος στις αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της Credit Suisse ως επιχείρηση, ορισμένοι αναλυτές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο διάβολος θα κρύβεται στις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.
«Ένα ζήτημα είναι ότι το τίμημα των 3,25 δισ. δολαρίων (0,5 ελβετικά φράγκα ανά μετοχή) ισοδυναμεί με ~4% της λογιστικής αξίας και περίπου 10% της αγοραίας αξίας της Credit Suisse στις αρχές του έτους», σημειώνει ο Νιλ Σέρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Capital Economics.
«Αυτό υποδηλώνει ότι σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Credit Suisse, ύψους 570 δισ. δολαρίων, μπορεί είτε να είναι απομειωμένα είτε να θεωρείται ότι κινδυνεύουν να απομειωθούν. Αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέες ανησυχίες για την υγεία των τραπεζών» ανέφερε και συμπλήρωσε ότι μπορεί να υπάρξουν κίνδυνοι αναφορικά με τη συμφωνία «για νομικούς ή οικονομικούς λόγους ή αν η εμπιστοσύνη της UBS κλονιστεί και η τράπεζα διστάσει να υλοποιήσει τη συμφωνία» ενώ «μόνο ο χρόνος θα δείξει πώς θα αποδεχθεί το περιβάλλον αυτό τον αναγκαστικό γάμο».