Οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων διεθνώς, χάνουν την ευκαιρία να ηγηθούν των προσπαθειών για ένα βιώσιμο μέλλον και να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμη αξία, καθώς φαίνεται ότι δεν ενσωματώνουν στη στρατηγική τους τις ανάγκες των καταναλωτών, αλλά και τις απαιτήσεις των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, σύμφωνα με νέα, παγκόσμια έρευνα του Economist Impact, με την υποστήριξη της ΕΥ.
Σύμφωνα με τη μελέτη – η οποία κατέγραψε τις απόψεις 400 ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων καταναλωτικών προϊόντων και λιανικής πώλησης σε όλον τον κόσμο – οι συγκεκριμένοι οργανισμοί έχουν, σήμερα, μια σημαντική ευκαιρία να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών μέσω της μοναδικής σχέσης εμπιστοσύνης που έχουν μαζί τους.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι οι τάσεις και οι προσδοκίες των καταναλωτών είναι οι παράγοντες με τη μεγαλύτερη επιρροή στις στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης, με το 88% των επικεφαλής επιχειρήσεων να χαρακτηρίζουν ως «εξαιρετικά σημαντική» ή «πολύ σημαντική» την ανάγκη να ανταποκριθούν στις τάσεις των καταναλωτών και της αγοράς. Ωστόσο, μόνο το 32% των ερωτηθέντων εκτιμούν ότι έχουν βελτιστοποιήσει τη συνεργασία τους με τους καταναλωτές και την κοινότητα στην οποία δραστηριοποιούνται, χάνοντας την ευκαιρία να τους εντάξουν στα οικοσυστήματά τους και να επιτύχουν τις στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων (62%) δηλώνουν ότι συνεργάζονται για την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών, ωστόσο, εξακολουθεί να παρατηρείται υστέρηση στον τομέα αυτό, δεδομένων των σημαντικών εκπομπών, αλλά και της σπατάλης αγαθών που παρατηρούνται στα σημεία κατανάλωσης και διάθεσης.
Συνεργασία με τους φορείς χάραξης πολιτικής
Σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν, ακόμη, ότι το αυστηρό ρυθμιστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στη βιώσιμη συνεργασία. Ωστόσο, η μελέτη διαπιστώνει ότι μόλις το 6% δίνουν προτεραιότητα στη συνεργασία για να μεγιστοποιήσουν τη δυνατότητα συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των προτύπων και της νομοθεσίας βιώσιμης ανάπτυξης. Πάνω από τα τρία τέταρτα (80%) δήλωσαν ότι οι κρατικοί κανονισμοί και τα πρότυπα του κλάδου έχουν «μεγάλη» ή «εξαιρετικά μεγάλη» σημασία για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, μόνο το 6% θεωρούν την ενεργή συνεργασία με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ως κρίσιμο παράγοντα για την επίτευξη προόδου στο μέλλον.
Αυτή η χαμένη ευκαιρία για πιο ενεργή εμπλοκή των επιχειρήσεων στη διαμόρφωση συγκεκριμένων συνεργειών, τις τοποθετεί σε μειονεκτική θέση, σε ένα περιβάλλον όπου το κανονιστικό πλαίσιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια.
Το κλειδί βρίσκεται στη συνεργασία
Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι υπάρχει έντονη διάθεση συνεργασίας από τις επιχειρήσεις για την εφαρμογή μέτρων βιώσιμης ανάπτυξης. Η πλειοψηφία (85%) των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι επιδιώκουν να συνεργαστούν πιο στενά με τους εταίρους τους για τη δημιουργία κοινών στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ σχεδόν οι μισοί (45%) δήλωσαν ότι η συνεργασία με τους ανταγωνιστές τους επιταχύνεται. Ωστόσο, το 68% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι η έλλειψη σαφών στόχων αποτελεί βασικό εμπόδιο στην αξιολόγηση της συλλογικής προόδου.
Η έκθεση αναφέρει, επίσης, ότι οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων αναγνωρίζουν πως η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί ευκαιρία για ανάπτυξη, ενίσχυση της αποδοτικότητας κόστους και οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Το 87% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι η κερδοφορία της επιχείρησης αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη για τις πρωτοβουλίες βιώσιμης ανάπτυξης που εφαρμόζουν. Αντίθετα, οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες θεωρήθηκαν λιγότερο σημαντικοί παράγοντες από τις προσδοκίες της αγοράς και την αξία της επωνυμίας. Συγκεκριμένα, το 34% των εταιρειών καταναλωτικών προϊόντων θεωρούν ότι η προσέγγισή τους προς τη βιώσιμη ανάπτυξη καθοδηγείται από τη δημιουργία αξίας, ενώ το 33% από τη φήμη της εταιρείας.
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της μελέτης, ο κος Θάνος Μαύρος, Εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δήλωσε: «Οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων, βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς η δράση τους αγγίζει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Καθώς οι καταναλωτές ευαισθητοποιούνται ακόμη περισσότερο σε θέματα βιωσιμότητας και, συνεπώς, οι καταναλωτικές συνήθειές τους μεταβάλλονται, στόχος των επιχειρήσεων αυτών θα πρέπει να είναι η άμεση επικοινωνία και συνεργασία με κάθε κρίκο της εφοδιαστικής τους αλυσίδας – πελάτες, προμηθευτές, ανταγωνιστές, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και ρυθμιστικές αρχές – για να θέσουν τα θεμέλια για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους και τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας για όλους».
Παράλληλα, η κυρία Κιάρα Κόντη, Εταίρος και Επικεφαλής των υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος και της ΕΥ στην Κεντρική, Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη και Κεντρική Ασία, δήλωσε: «Η υιοθέτηση επιχειρηματικών πρακτικών που συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη και αντιμετωπίζουν ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον και την κοινωνία, δεν αποτελεί μόνο απαίτηση της κοινωνίας ή των εποπτικών αρχών, αλλά και επιχειρηματική ευκαιρία για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας σε όλα τα επίπεδα. Η αναζήτηση συνεργειών σε όλη την αλυσίδα αξίας, η ενσωμάτωση κριτηρίων ESG στις αναπτυξιακές στρατηγικές και η από κοινού αξιοποίηση βέλτιστων πρακτικών, θα βοηθήσουν τις ίδιες τις επιχειρήσεις να πετύχουν τους στόχους τους, σεβόμενες παράλληλα τα “θέλω” των ενδιαφερομένων μερών τους».