Παρότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να παραμένουν μακριά από το «ραντάρ» των περισσότερων χαρτοφυλακίων, είναι αξιοσημείωτο ότι συνέχισαν στην πραγματικότητα να υπεραποδίδουν έναντι των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως επισημαίνει η Deutsche Bank σε νέα ανάλυσή της για την πορεία του εγχώριου τραπεζικού κλάδου (καλύπτει τις τέσσερις συστημικές).
Όπως ανέμενε ο γερμανικός οίκος, ο βασικός «μοχλός» πίσω από αυτή την εικονά υπεραπόδοσης είναι η δυναμική ανάκαμψης αυτών, αφού έγινε άμεσα αισθητή η εξυγίανση των ισολογισμών τους και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό από ότι αναμένονταν, με «οδηγό» και την ώθηση από τα υψηλότερα επιτόκια, τα οποία οδηγούν σε σημαντικές αναβαθμίσεις στο guidance και στο δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων κεφαλαίων, RoTE, που είναι αρκετά ευθυγραμμισμένος με εκείνων άλλων τραπεζών της Νότιας Ευρώπης.
Επιπλέον, τα επίπεδα κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών βελτιώνονται με ένα καλό ρυθμό (εξαιρετική βελτίωση έχει καταγράψει η Τράπεζα Πειραιώς), επιτρέποντας έτσι τη σταδιακή επιστροφή και επανέναρξη της διανομής μερισμάτων μετά από αρκετά χρόνια, ενώ οι δραστηριότητές τους είναι απίθανο να επηρεαστούν από εκροές καταθέσεων, καθώς δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Επιπλέον, το πρόσφατο sell off στις τράπεζες οφείλεται σε μια υπερβολή του κλίματος στη βάση των τριγμών που προκλήθηκαν στις αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες (και όχι σε οποιαδήποτε θεμελιώδη αρνητική επίπτωση στον κλάδο), η οποία, στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, φαίνεται να είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να συμβεί δεδομένης της ιδιοτυπίας τους.
Επιπλέον, τα αυξανόμενα επιτόκια ενίσχυσαν τις αποδόσεις των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Και παρά το γεγονός ότι είναι πιθανό να είναι κάπως πιο βραχυπρόθεσμου ορίζοντα από ό,τι σε άλλες χώρες (δεδομένου ότι τα δάνεια ανατιμώνται ταχύτερα - πλέον πλησιάζουν στην κορυφή της ανατιμολόγησης), τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αναμένεται να καταγράψουν μια σημαντική βελτίωση φέτος έναντι του 2022, ακολουθούμενα από κάποια σταθεροποίηση, εξαιτίας της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης (τόσο στις καταθέσεις, παρά τον περιορισμένο ανταγωνισμό μέχρι στιγμής, όσο και στη χρηματοδότηση από τις χρηματαγορές (wholesale funding) που ενισχύεται ως προς τις απαιτήσεις MREL (δείκτης Ελαχίστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων). Ωστόσο, τα επίπεδα που επιτεύχθηκαν θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ανάκαμψη των συνολικών καθαρών εσόδων από τόκους του κλάδου κοντά στα επίπεδα του 2017, παρά τη σημαντική πτώση από τη συνεισφορά των NPEs μετά τη διαδικασία εξυγίανσης. Από αυτή την άποψη, η αύξηση του όγκου των δανείων αναμένεται να είναι καθοριστική στην Ελλάδα και θα πρέπει να παραμείνει σε υψηλότερα επίπεδα από αυτή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, εξαιτίας των θετικών οικονομικών τάσεων και της ουσιαστικής υποστήριξης από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό του RRF.
Υπό αυτό το πρίσμα η Deutsche Bank εκτιμά ότι αυτός θα είναι ο βασικός παράγοντας στήριξης των εσόδων, αν και οι προμήθειες αναμένεται να παραμείνουν ένα σημαντικό τμήμα των βασικών εσόδων, κερδίζοντας «έδαφος» και μεγαλύτερη στάθμιση επί του συνόλου του ενεργητικού. Ωστόσο, τα συνολικά έσοδα εκτιμάται ότι θα παραμείνουν χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2022, δεδομένων των πολύ υψηλών κερδών στο σκέλος των συναλλαγών που κατέγραψαν ορισμένες τράπεζες κατά τη διάρκεια του έτους, τα οποία είναι αρκετά απίθανο να επαναληφθούν, καθώς θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές αμελητέα το επόμενο χρονικό διάστημα.
Από την άλλη, και τα κόστη αποτελουν έναν άλλο τομέα στον οποίο οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιδείξει μια ανώτερη δυναμική βελτίωσης έναντι των αντίστοιχων τραπεζών σε άλλες χώρες, καθώς πολλαπλές μετρήσεις αποδοτικότητας (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του προσωπικού, των πωλήσεων διάφορων τμημάτος τους και της μείωσης του κόστους διαχείρισης (NPA) έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική μείωση του συνολικού όγκου. Για το επόμενο διάστημα, η Deutsche Bank αναμένει κάποια πίεση από τον πληθωρισμό, με συνέχιση ωστόσο της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας.
Οι ανησυχίες σχετικά με τη διαρθρωτική ανθεκτικότητα έχουν «διαλυθεί» ως επί το πλείστον
Για αρκετά χρόνια, όπως σημειώνει η Deutsche Bank, οι ανησυχίες για ένα πιθανό πλήγμα εν μέσω μιας οικονομικής ύφεσης φαινόταν να είναι ο κύριος φόβος και η επιφύλαξη από την πλευρά των επενδυτών όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες. Εξετάζοντας την ποιότητα του ενεργητικού και την κεφαλαιακή τους θέση, ο γερμανικός οίκος θεωρεί ότι τυχόν νέες σημαντικές ανησυχίες στο μέλλον μπορεί να είναι υπερβολικές.
Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, το μεγαλύτερο μέρος της εξυγίανασης έχει ολοκληρωθεί, με μερικές μόνο συναλλαγές - τιτλοποιήσεις να εκκρεμούν πλέον και με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να στρέφεται ήδη στην οργανική μείωση. Με μέσο δείκτη NPE στο 6% για τον κλάδο, η Deutsche Bank αναμένει τη σταδιακή σύγκλιση της ποιότητας του ενεργητικού με αυτή των ευρωπαϊκών επιπέδων, παρά τις πιθανές αντιξοότητες στην οικονομία που φαίνεται ότι θα οδηγήσουν σε μια ελαφρά μόνο πίεση κατά το 2023 (αν και με κάποια πτώση στα NPEs) και πιθανώς σε μια ήπια αύξηση των προβλέψεων, για να ακολουθήσει μια μείωση εν συνέχεια. Ως αποτέλεσμα αυτού, η Deutsche Bank αναμένει ότι το κόστος κινδύνου (CoR) θα παραμείνει στις 85 μονάδες βάσης το 2023, αν και αναμένεται να μειωθεί κατά 20 μονάδες βάσης έως το 2025. Αυτό φαίνεται διαχειρίσιμο, με περιορισμένο κίνδυνο, ειδικά για τράπεζες με υψηλότερα επίπεδα κάλυψης που έχουν βελτιωθεί σημαντικά – αν και η Eurobank, και ιδιαίτερα η Εθνική, θα είναι ξεκάθαρα αυτές που θα επωφεληθούν και θα υπεραποδώσουν.
Επιπλέον, η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί κάποιο πρόβλημα – ακόμη και για την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία έχει καταγράψει μια εξαιρετική ανάκαμψη, παρόλο που εξακολουθεί να υστερεί σε κάποιο βαθμό. Αυτό, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της κερδοφορίας, οδήγησε τις περισσότερες τράπεζες να δηλώσουν ότι θα επανέλθουν στο «δρόμο» της διανομής μερισμάτων – αν και με μέτρια «payouts», αμφισβητώντας κάπως το γεγονός και τη θέση ότι το DTC που εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του εγγυημένου κεφαλαίου θα μπορούσε να περιορίσουν τις διανομές μερισμάτων.
Στη βάση όλων αυτών είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει κάποια συγκεκριμένη προτίμηση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, καθώς καταγράφονται ευρύτερα καλές επιδόσεις, ακόμη και σε τράπεζες για τις οποίες ο γερμανικός οίκος ανέμενε κάποια καθυστέρηση στη βελτίωση (δηλαδή στην Πειραιώς). Σε γενικές γραμμές, πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι πιθανό να συνεχίσουν να καταγράφουν θετικές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια και πιθανώς να «θωρακίζονται» καλύτερα από τις περισσότερες τράπεζες σε άλλες χώρες, με δείκτες αποτίμησης που υποδηλώνουν πως είναι σαφώς «φθηνές».
Έτσι, η Deutsche Bank προχωρά σε αναβάθμιση της σύστασης για τη μετοχή της Eurobank και της Τράπεζας Πειραιώς, με την Εθνική ωστόσο να παραμένει η κορυφαία επιλογή της («top pick») στη χώρα, δεδομένης της διαρθρωτικής της δυναμικής και του απλού business model. Πλέον, και για τις τέσσερις μετοχές θέτει σύσταση «buy», ορίζοντας τιμή στόχο για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας στα 6,15 ευρώ από 5,10 ευρώ προηγουμένως, για την Alpha Bank στα 1,60 ευρώ από 1,55 ευρώ, αναβαθμίζοντας τη Eurobank - σε «buy» από «hold» - με τιμή στόχο στα 1,70 ευρώ από 1,45 ευρώ και την Τράπεζας Πειραιώς - σε «buy» από «hold» - με τιμή στόχο στα 2,95 από 1,80 ευρώ.